-
1 αποσχηματίζω
αποσχηματίζω — расстригать монаха, лишать его ангельского образа в качестве наказанияΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αποσχηματίζω
-
2 ἀποσχηματίζω
A shape, fashion, in [voice] Pass.,ἐργασίαι εἰς ζῷα -εσχηματισμέναι Socr.Ep.28
, cf. Philostr.VS1 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσχηματίζω
-
3 ἀποσχηματίζω
-
4 αποσχηματίζει
-
5 ἀποσχηματίζει
-
6 αποσχηματίζειν
-
7 ἀποσχηματίζειν
-
8 αποσχηματίζεσθαι
-
9 ἀποσχηματίζεσθαι
-
10 αποσχηματίσας
-
11 ἀποσχηματίσας
См. также в других словарях:
αποσχηματίζω — (AM ἀποσχηματίζω) [σχήμα] μσν. αφαιρώ το μοναχικό σχήμα από κάποιον, τον καθαιρώ αρχ. δίνω σε κάτι σχήμα, διαμορφώνω … Dictionary of Greek
αποσχηματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφαιρώ το ιερατικό ή μοναχικό σχήμα από κάποιον ιερωμένο ή καλόγερο, τον κάνω λαϊκό: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο καθαίρεσε και αποσχημάτισε τον κατηγορούμενο κληρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσχηματίζει — ἀποσχηματίζω shape pres ind mp 2nd sg ἀποσχηματίζω shape pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχηματίζειν — ἀποσχηματίζω shape pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχηματίζεσθαι — ἀποσχηματίζω shape pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχηματίσας — ἀποσχηματίσᾱς , ἀποσχηματίζω shape aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)