-
1 αποσυνδέω
[ατκαμανντιρόβυβατ"] ρ αποστέλλω -
2 disconnect
αποσυνδέω -
3 обесточивать
αποσυνδέω από το ηλεκτρικό ρεύμα, διακόπτω την παροχή (του) ρεύματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обесточивать
-
4 отцепить
αποσυνδέω, απαγκιστρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отцепить
-
5 отключать
1. (отсоединять) αποσυνδέω 2. (выключать) διακόπτω, αποσυνδέω 3. (выводить из зацепления) αποσυνδέω, απε-μπλέκω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отключать
-
6 выключать
1. (ток, напряжение, питание) διακόπτω, αποσυνδέω 2. (электро- или радиоустройство, что-л. из цепи) αποσυνδέω 3. (д.в.с, ядерный реактор) σταματώ, σβήνω 4. (сцепление) αποζευγνύω 5. (кон-тактор, командоаппарат и т.п.) ανοίγω (π.χ. την επαφή) 6. (воду, газ и т.п.) διακόπτω/σταματώ (τη ροή) 7. (исключать) διαγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключать
-
7 выключать
выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο* * *= выключитьвыключа́ть свет — σβήνω το φως
выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό
выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο
выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο
-
8 разъединить
разъединить, разъединять χωρίζω, αποσυνδέω· διακόπτω (прервать)' нас разъединили (по телефону) μας διέκοψαν* * *= разъединятьχωρίζω, αποσυνδέω; διακόπτω ( прервать)нас разъедини́ли (по телефону) — μας διέκοψαν
-
9 выключать
выключатьнесов (газ, свет и т. п.) διακόπτω, ἀποσυνδέω:\выключать ток κόβω τό ἡλεκτρικό ρεύμα· \выключать радио κλείνω τό ραδιόφωνο· \выключать телефон ἀποσυνδέω τό τηλέφωνο· \выключать мото́р σβύνω (или σταματώ) τό μοτέρ. -
10 отцепить
отцепитьсов, отцеплять несов ἀποσυνδέω, διαχωρίζω (прицепленное) /βγάζω, ξεκαρφιτσωνω, ξεκρεμῶ (зацепившееся):\отцепить вагон ἀποσυνδέω τό βαγόνι. -
11 выключить
-чу, -чишь ρ.σ.μ.1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•
выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.
|| παλ. αποβάλλω, διώχνω•выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.
2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•выключить свет σβήνω το φως•
выключить радио σβήνω το ράδιο•
выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•
выключить мотор σταματώ το μοτέρ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•свет -лся το φως κόπηκε.
-
12 отключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отключенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.αποσυνδέω•отключить телефонный аппарат αποσυνδέω το τηλέφωνο.
αποσυνδέομαι. -
13 отсоединить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсоединённый, βρ: -нён, -нена, -неноαποσυνδέω•отсоединить провод αποσυνδέω το καλώδιο.
-
14 разомкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.
|| ανοίγω•разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•
разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.
|| αραιώνω τα διαστήματα•разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.
αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 разъединить
ρ.σ.μ.1. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• χωρίζω• αποσυνάπτω• κόβω•разъединить провода αποσυνδέω τα καλώδια.
2. βλ. разлучить.αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι• χωρίζομαι• αποσυνά-πτομαι• κόβομαι.βλ. разлучиться. -
16 абонент
1. свз. о συνδρομητ/ής 2. (аппаратура) о σταθμός, η μονάδα επικοινωνίας 3. (владелец абонента) о συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонент
-
17 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
18 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
19 контактор
ο επαφέ/ας *включать - (подавать питание) συνδέω τον - α (παροχής)масляный - ελαίου/λαδιούтормозной - πέδης/φρένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контактор
-
20 отделять
1. (разделять) (δια)χωρίζω, ξεχωρίζω 2. (отсоединять, разъединять) αποσυνδέω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделять
См. также в других словарях:
αποσυνδέω — αποσυνδέω, αποσύνδεσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσυνδέω — διαλύω, διαχωρίζω αυτά που έχουν συνδεθεί … Dictionary of Greek
αποσυνδέω — εσα, έθηκα, εμένος, αποχωρίζω πράγματα συνδεμένα: Πρέπει να αποσυνδεθεί το έναπρόβλημα από το άλλο και να βρεθεί λύση για το καθένα χωριστά. Ουσ. αποσύνδεση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδεσμεύω — (AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, έω) νεοελλ. 1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω 2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους αρχ. δένω σφιχτά … Dictionary of Greek
εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν … Dictionary of Greek
εξαγκυρίζω — ναυτ. 1. αποσυνδέω το άγκιστρο από έναν κρίκο, κν. ξεκοτσάρω, ξεγαντζώνω 2. εξαγκίστρώνω* … Dictionary of Greek
εξαρμόζω — (AM ἐξαρμόζω) διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω μσν. εξαρμόζομαι παθαίνω εξάρθρωση … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
ντεμπραγιάζ — το άκλ. (αυτοκ.) 1. απεμπλοκή 2. συμπλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. debrayage < γαλλ. debrayer «αποσυνδέω» < des «από» + embrayer «συνδέω τον κινητήρα τής μηχανής με τα διάφορα μέρη της»] … Dictionary of Greek
ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… … Dictionary of Greek
ξεκοτσάρω — 1. ναυτ. ξεγαντζώνω 2. (για συρμούς ή άλλα οχήματα) αποσυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοτσάρω «συνδέω, προσκολλώ, προσαρτώ»] … Dictionary of Greek