-
81 перевод
-а α.1. μετακίνηση, μεταφορά• μετατόπιση.2. μετάθεση•перевод по службе μετάθεση υπηρεσιακή.
4. προαγωγή, προβίβαση•перевод в пятый класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη.
5. μετάφραση•перевод с греческого языка на русский μετάφραση από τα ελληνικά στα ρωσικά.
6. αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών).7. σπατάλη.8. το κλειδί της σιδηρ. γραμμής.εκφρ.нет -у ή -а – πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν εξαντλείται εντελώς). -
82 переводный
κ. переводнойεπ.1. για αποστολή χρημάτων•переводный почтовый бланк έντυπο ταχυδρομικής επιταγής•
переводный вексель η συναλλαγματική.
2. μεταφρασμένος•переводный роман μεταφρασμένο μυθιστόρημα•
-ая литература μετεφρα-σμένα φιλολογικά έργα.
3. αποτυπικός, της αποτύπωσης•-ая бумага το καρμπόν•
-ая картина η χαλκομανία.
4. της αποστολής, της εκπομπής•переводный клапан βαλβίδα αποστολής ή εκπομπής.
-
83 подброска
-и θ.αποστολή. || ρίξιμο κάτω από η επιπλέον. -
84 подсылка
-и θ.αποστολή (απλώς ή κρυφά). -
85 посыл
-а α.1. παλ. αποστολή.2. στάλσιμο•посыл мяча в сетку στάλσιμο της μπάλας στα δίχτια.
-
86 посылка
-и θ.1. αποστολή. || στάλσιμο. || προώθηση.2. δέμα, πακέτο•лочтовая посылка ταχυδρομικό δέμα.
3. (φιλοσ.) το λήμμα, πρόταση συλλογισμού•большая, малая посылка η μεγάλη, η μικρή πρόταση.
εκφρ.быть (находить(ся) на -ах – κάνω τα θελήματα (μικροπαραγγελίες). -
87 посылочный
επ.για αποστολή. || των δεμάτων, για δέματα. -
88 проектировочный
επ.σχεδιαστικός, της σχεδίασης•-ая экспедиция αποστολή σχεδίασης.
-
89 разгон
-а α.1. διασκόρπιση, σκόρπισμα• εκδίωξη, διώξιμο• πρόγκισμα. || στάλσιμο, αποστολή.2. διάλυση•разгон демонстрации διάλυση της διαδήλωσης•
разгон государственной думы παλ. διάλυση της Δούμας (Βουλής).
3. ανάπτυξη όλης της ταχύτητας.4. αύξηση, μεγάλωμα, μάκραιμα, επιμήκυνση• τράβηγμα. || διάστημα ή απόσταση•ση μεταξύ στύλων.εκφρ.в -е – (ως κατηγ.)• απεσταλμένος, σταλμένος•с -а ή с -у – με μεγάλη ταχύτητα. -
90 рассылание
-я ουδ.αποστολή, στάλσιμο. -
91 рассылка
-
92 секретный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. μυστικός, κρυφός• απόρρητος•-ые переговоры μυστικές συνομιλίες•
секретный договор μυστική συμφωνία•
секретный документ μυστικό έγγραφο•
секретный выход μυστική έξοδος•
-ое поручение μυστική αποστολή.
2. ουσ. -ая θ. απομονωτήριο φυλακής. -
93 смена
-ы θ.1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•смена караула αλλαγή φρουράς•
смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•
смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.
2. η βάρδια•первая η πρώτη βάρδια•
вторая смена η δεύτερη βάρδια•
работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.
|| αποστολή.3. μτφ. η νέα γενιά.4. αλλαξιά (ρούχων)•возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.
εκφρ.на -у – σε αντικατάσταση. -
94 снарядить
-яжу, -ядишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снаряжённый, βρ: -жн, -жена, -жено.1. εφοδιάζω, προμηθεύω• εξοπλίζω•снарядить экспедицию на север εφοδιάζω με τα απαραίτητα την αποστολή για το βοριά•
снарядить судно εξοπλίζω σκάφος.
2. ετοιμάζω•нас -ли в путь(на дорогу) μας εφοδίασαν με τα απαραίτητα για το δρόμο.
3. οπλίζω, εφοδιάζω με οπλισμό.4. γεμίζω (με εκρηκτική ύλη)•снарядить бомбы γεμίζω βόμβες.
ετοιμάζομαι για δρόμο (εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα). -
95 угонка
-и θ.1. βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή. || μεταφορά εσπευσμένη ή βίαιη. || άρπασμα, κλέψιμο, απαγωγή. || αποστολή, στάλσιμο.2. καταδίωξη θηράματος.3. αποφυγή του θηράματος από το πιάσιμο των σκύλων. -
96 экспедирование
-я ουδ.αποστολή, στάλσιμο.
См. также в других словарях:
ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek