-
61 отправка
[ατπράφκα] ουσ θ αποστολή -
62 отправление
[ατπραβλιένιιε] ουσ ο αποστολή -
63 рассылка
[ρασσύλκα] ουσ θ αποστολή -
64 экспедиция
[εκοπινιίισυγια] ουσ θ αποστολή -
65 высылка
-и θ.1. αποστολή, στάλσιμο.2. εκτόπιση, εξορία• απέλαση. -
66 делегация
-и θ.αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπή•торговая делегация εμπορική αντιπροσωπεία.,
-
67 досылание
-я ουδ.αποστολή συμπληρωματική. -
68 заступление
-я ουδ.1. αντικατάσταση, αναπλήρωση.2. πάτημα με το πόδι.3. μπάσιμο, εισχώρηση, είσδυση. || υπηρεσία, αποστολή.4. υπεράσπιση, υποστήριξη. -
69 засылка
-и θ.αποστολή, στάλσιμο. -
70 командирование
-я ουδ.αποστολή (για εκτέλεση ωρισμένης εντολής). -
71 командировка
-и θ.1. βλ. командирование.2. αποστολή μακριά (για εκτέλεση υπηρεσίας).3. πιστοποιητικό έγγραφο απεσταλμένου. -
72 легат
-а α.επιτετραμμένος. || καρδινάλιος του Πάπα με ειδική αποστολή. -
73 направление
-я ουδ.1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•
направление ветра κατεύθυνση ανέμου•
в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•
менять направление αλλάζω κατεύθυνση.
2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•
реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•
направление журнала η τάση του περιοδικού.
3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.
4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•получить направление παίρνω διορισμό•
направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.
-
74 недосылка
-и θ.αποστολή ελλειπής. -
75 ниспослание
-я ουδ.αποστολή, στάλσιμο, χάρισμα (συνήθως από το θεό). -
76 отгрузка
-и θ.1. ξεφόρτωση, εκφόρτωση.2. φόρτωση και αποστολή. -
77 откомандировать
-рую- руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откомандированный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. στέλλω αποστολή (για προσωρινή υπηρεσία ή εργασία). || εξαποστέλλω, κατευθύνω, στέλλω. -
78 откомандировка
-и θ.αποστολή (για προσωρινή υπηρεσία ή εργασία). || στάλσιμο. -
79 отправление
-я ουδ.1. βλ. отправка.2. αποστολή ταχυδρομική διεκπεραίωση•заказные -я αποστολές συστημένων•
почтовые -я ταχυδρομικές αποστολές.
εκφρ.точка -я – σημείο εκκίνησης, αφετηρία (συλλογισμού, σκέψης κ.τ.τ.).-я ουδ.1. παλ. εκτέλεση, πραγματοποίηση.2. πλθ. -я λειτουργία οργανισμού. -
80 отсылка
-и θ.1. αποστολή, στάλσιμο. || επιστροφή αποσταλμένου αντικειμένου.2. παραπομπή (σε κείμενο).
См. также в других словарях:
ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek