Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποσπ

См. также в других словарях:

  • Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν)  исторический регион включавший в себя западные области …   Википедия

  • Нижняя Македония — (фиол.)  как ядро македонского царства. Нижняя Македония или собственно Македония  исторический географический термин. Включала в себя прибрежную равнину между рекой …   Википедия

  • άθρακτος — ἄθρακτος, ον (Α) ατάραχτος (Σοφ. απόσπ. 812). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θράσσω (= αναταράσσω, ανησυχώ, θορυβώ)] …   Dictionary of Greek

  • ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • αειφόρος — ἀειφόρος, ον (Α) λ. αμφίβολη στα Αποσπ. τού Σοφ. 580 κατά τον Ησύχιο, «ἀειθαλής». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» …   Dictionary of Greek

  • αηδόνιος — ἀηδόνιος, ον (Α) [ἀηδών] αυτός που ανήκει ή που ταιριάζει στο αηδόνι («ἀηδόνιος γόος, νόμος κ.λπ.», Αριστοφ. απόσπ. 291, Βάτρ. 684) «ἀηδόνιος ὕπνος» ο ελαφρότατος (Nόνν. Διον. 5.411, Ησύχιος) …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… …   Dictionary of Greek

  • καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») …   Dictionary of Greek

  • Μαρώνεια — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Θράκης. Βρισκόταν στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίσμαρος, στον όρμο του Αγίου Χαραλάμπους. Μυθολογικός οικιστής της θεωρείται ο Μάρων (βλ. λ.). Η Μ. ιδρύθηκε από αποίκους της Χίου, στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»