-
1 αποσβήνω
-
2 αποσβεννύω
-
3 διάλειμμα
τό1) перемена (в школе); 2) театр, антракт; 3) промежуток, перерыв, пауза;κατά διάλειμμαείμματα — время от времени;
εκ διάλειμμαειμμάτων — с перерывами;
αποσβήνω το χρέος εκ διάλειμμαειμμάτων — выплачивать долг в рассрочку, по частям;
χωρίς διάλειμμα — без перерыва;
§ φωτεινό διάλειμμα — момент просветления, прояснение сознания
-
4 υποθήκη
η1) залог, заклад; ипотека;αποσβήνω ( — или εξαλείφω, αίρω) την υποθήκη — выкупать залог;
εγγράφω υποθήκη — закладывать (что-л.);
βάζω υποθήκη — отдавать в залог;
δάνειο επί υποθήκη — ипотечный заём;
2) завет; наказ;οι υποθήκες τού Λένιν — заветы Ленина
См. также в других словарях:
αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
αποσβήνω — ησα, ήστηκα, ησμένος, αμτβ., χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι: Πάει ο δύστυχος, απόσβησε με την καινούρια συμφορά που τον βρήκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσβέννυμι — κ. ύω βλ. αποσβήνω … Dictionary of Greek
εκσβέννυμι — ἐκσβέννυμι (AM) 1. σβήνω τελείως, αποσβήνω 2. ξεραίνομαι, στερεύω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει … Dictionary of Greek