-
1 démentir
απορρίπτω -
2 popírat
απορρίπτω -
3 popřít
απορρίπτω -
4 discard
απορρίπτω -
5 reject
απορρίπτω -
6 отказать
отказатьсов, отказывать несов1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:\отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·2. (о механизме и т. п.) σταματώ·3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία). -
7 провалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γκρεμίζω•провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•
на половину μισογκρεμίζω.
2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.
|| σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•провалить предложение απορρίπτω πρόταση.
|| απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.
1. πέφτω•провалить в яму πέφτω στο λάκκο.
2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.
|| εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.εκφρ.как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•-лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος). -
8 отклонить
отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)* * *= отклонятьαποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать) -
9 отвергать
отвергатьнесов, отвергнуть сов ἀπορρίπτω, ἀποκρούω, ἀποποιούμαι, ἀρνιέμαι:\отвергать предложение ἀπορρίπτω τήν πρόταση· \отвергать помощь ἀποποιούμαι τήν βοήθεια. -
10 отклонить
отклонитьсов, отклонять несов1. (в сторону) παρεκκλίνω, ἀποκλίνω·2. (отвергать) ἀπορρίπτω:\отклонить ходатайство ἀπορρίπτω τήν αίτηση. -
11 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
12 бракованный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бракованный
-
13 забраковывать
βγάζω σκάρτο/ελαττωματικό, απορρίπτω (λόγω ακαταλληλότη-τας/ελαττωματικότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забраковывать
-
14 отбраковка
η απόρριψη (λόγω κακής ποιότητας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбраковка
-
15 отклонять
1. (отодвинуть в сторону, наклонять) αποκλίνω, γέρνω 2. (отказывать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклонять
-
16 отрицать
1. (не соглашаться) αρνούμαι 2. (опровергать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрицать
-
17 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
18 отвезти
-
19 отвергать
= отвергнутьαπορρίπτω, αποκρούω, αρνιέμαι -
20 забраковать
забраковатьсов, забраковывать несов βγάζω σκάρτο, ἀπορρίπτω.
См. также в других словарях:
απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)