-
1 недоумение
-
2 растерянность
-
3 недоумение
-я ουδ.αμηχανία, απορία (για το πρακτέο)•с -ем, в -ии με απορία•
гфийти в недоумение περιέρχομαι σε αμηχανία.
-
4 законный
зако́нн||ыйприл1. νόμιμος:имеющий \законныйую силу Εγκυρος·2. перен (справедливый, понятный) δίκαιος, δικαιολογημένος, σωστός:\законныйое недоумение ἡ δικαιολογημένη ἀπορία· \законныйое желание ἡ δίκαιη ἐπιθυμ"ία. -
5 недоумение
недоум||ениес ἡ ἀπορία, ἡ ἀμηχανία:быть в \недоумениеении εἶμαι σέ ἀμηχανίά вызывать \недоумениеение προκαλώ ἀμηχανία. -
6 недоуменный
недоуменныйприл ἀμήχανος, γεμάτος ἀπορία, ἀπορημένος:\недоуменныйенный вопрос ἡ ἐρώτηση ἀπορίας· \недоуменныйенный взгляд τό ἀμήχανο βλέμμα -
7 озадаченный
озадаченныйприч. и прил ἀμήχανος, πού βρίσκεται σέ ἀπορία, πού βρίσκεται σέ ἀμηχανία. -
8 недоумение
[νινταουμιένιιε] ουσ. ο. απορία, αμηχανία -
9 недоумение
[νινταουμιένιιε] ουσ ο απορία, αμηχανία -
10 ба
(επιφ.) εκφράζει απορία, έκπληξη, αναγνώριση, κάτι ξαφνικό• μπά!•ба!; это ты? μπα! εσύ είσαι.;
-
11 безденежье
-я ουδ.αχρηματία, αναπαραδιά• απορία, ανέχεια. -
12 то-есть
(ως αρκτικόλεξο: т. е.).1. (σύνδ. επεξηγηματικός)• δηλαδή, δηλονότι, ήτοι. || για να είμαι πιο ακριβής, κατ ακριβολογία.2. (εκφράζει απορία, αμφιβολία)•то-есть как это ты не видел? λοιπόν, πως δεν το είδες αυτό;
3. (μόριο επιτακτικό)• λοιπόν να• απλούστατα. -
13 удивить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удивленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.εκπλήττω, προκαλώ έκπληξη, απορία, θαυμασμό, χαρά ή φόβο• ξαφνιάζω.εκπλήττομαι, απορώ, παραξενεύομαι• θαυμάζω• ξαφνιάζομαι, εξίσταμαι, μένω έκθαμβος. -
14 удивление
-я ουδ.έπληξη• ξάφνιασμα• απορία ζωηρή• θαυμασμός.εκφρ.на удивление – για θαύμα, για να θαυμάζει κανένας. -
15 эка
эк, эка, экоεπιτακτικό μόριο• ε, πω-πώ (για απορία, θαυμασμό, εμπαιγμό κλπ.). -
16 эко
эк, эка, экоεπιτακτικό μόριο• ε, πω-πώ (για απορία, θαυμασμό, εμπαιγμό κλπ.).
См. также в других словарях:
ἀπορία — ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc/acc dual ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίᾳ — ἀπορίαι , ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
ἀπορίας — ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem acc pl ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαι — ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαιν — ἀπορία being fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαις — ἀπορία being fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίη — ἀπορία being fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίην — ἀπορία being fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)