-
1 seclude
απομονώνω -
2 изолировать
-
3 изолировать
-рую, -руешь, μτχ. ενστ. Ηβο•изолировать лирукщий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изолированный, βρ: -ван, -а, -о
ρ.δ.κ.σ.μ.1. απομονώνω, ξεχωρίζω•изолировать больных от здоровых απομονώνω τους άρρωστους από τους υγιείς.
2. περιβάλλω με μονωτική ουσία•изолировать провод μονώνω καλώδιο.
απομονώνομαι•изолировать от общественной среды απομονώνομαι από το κοινωνικό περιβάλλον.
-
4 изолировать
1. (предотвращать контакт, перенос тепла, влаги и т.п.) μονώνω, στεγανοποιώ 2. (защищать трубы, котлы, цилиндры и т.п. обмоткой) μονώνω, καλύπτω με μόνωση 3. (предотвращать взаимодействие, разобщать) απομονώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолировать
-
5 изотоп
το ισότοποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изотоп
-
6 разобщить
διαχωρίζω, απομονώνω, χωρίζω-ся χωρίζομαι, απομονώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разобщить
-
7 уединить
(изолировать, обособить) απομονώνω, απομακρύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уединить
-
8 изолировать
изоли́рова||тьсов и несов ἀπομονώνω, ἀπομονώ / ξεχωρίζω (отделять). -
9 обособлять
обосо́б||лятьнесов (ξε)χωρίζω, ἀπομονώνω. -
10 разобщать
разобщ||атьнесов χωρίζω/ ἀπομονώνω (изолировать). -
11 isolate
-
12 segregate
['seɡriɡeit](to separate from others; to keep (people, groups etc) apart from each other: At the swimming-pool, the sexes are segregated.) χωρίζω,απομονώνω -
13 shut off
1) (to stop an engine working, a liquid flowing etc: I'll need to shut the gas off before I repair the fire.) κλείνω,κόβω,διακόπτω(παροχή)2) (to keep away (from); to make separate (from): He shut himself off from the rest of the world.) απομονώνω -
14 обособить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обособленный, βρ: -лен. -а, -оρ.σ.μ.1. χωρίζω, ξεχωρίζω• απομονώνω.2. (γραμμ.) χωρίζω με κόμμα.(ξε) χωρίζομαι, • απομονώνομαι. || κλείνομαι στον εαυτό μου, στο καβούκι μου, αποξενώνομαι. -
15 отвлечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк-влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. έλκω, τραβώ αποσπώ•отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•
отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•
отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.
2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.απομακρύνομαι, ξεφεύγω•отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.
(φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι. -
16 отгородить
-рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отгороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. χωρίζω, διαχωρίζω• φράζω•отгородить ширмой χωρίζω με παραπέτασμα (παραβάν)•
отгородить забором χωρίζω με περίβολο.
|| μτφ. απομονώνω, ξεχωρίζω.χωρίζομαι, διαχωρίζομαι φράζομαι. || μτφ. απομονώνομαι, ξεχωρίζομαι. -
17 отдалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдаленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. απομακρύνω, (ξε)μακραίνω•отдалить лупу от предмета απομακρύνω το φακό από το αντικείμενο.
2. αναβάλλω για αργότερα μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω..3. κρατώ σε απόσταση, μακριά. || αποξενώνω απομονώνω.απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή•
-от темы разговора ξεφεύγω από το θέμα της συνομιλίας.
|| αποξενώνομαι απομονώνομαι•-от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
-
18 отделить
елю-лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -лешρ.σ.μ.1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.
|| αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.
|| κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.
2. απομονώνω ξεκόβω.3. παραχωρώ•отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.
1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. απομακρύνομαι.4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.
5. εκκρίνομαι. -
19 оторвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•оторвать нитку κόβω την κλωστή•
оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.
|| κόβω, αποκόπτω•снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•
машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.3. χωρίζω•оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.
|| μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.
εκφρ.оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•
оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.
3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.
εκφρ.сердце -лось; -лось в сердце (в груди) – βλ. έκφραση στη λ. оборваться. -
20 разделить
-елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -леноρ.σ.μ.1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•
разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•
разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.
2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•
разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).
5. (μαθ.) διαιρώ•разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.
1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•
отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.
2. μτφ. μοιράζομαι•мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.
3. χωρίζω•дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.
4. (μαθ.) διαιρούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απομονώνω — απομονώνω, απομόνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απομονώνω — (Α ἀπομονοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απομακρύνω από ένα σύνολο και αφήνω μόνο, περιορίζω κάποιον ή κάτι 2. αποκόπτω, αποκλείω την επικοινωνία ή την επαφή κάποιου με άλλον αρχ. ( ομαι) 1. αποκλείομαι από κάτι 2. εγκαταλείπομαι μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
απομονώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποχωρίζω και αφήνω μόνον: Από την πολλή δουλειά τον τελευταίο καιρό είχε εντελώς απομονωθεί. Ουσ. απομόνωση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμοναχιάζω — 1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του») 2. απομονώνομαι («τ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μοναχιάζω «απομονώνω»] … Dictionary of Greek
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… … Dictionary of Greek
αποκωλύω — ἀποκωλύω (Α) [κωλύω] 1. παρεμποδίζω 2. απαγορεύω 3. απομονώνω, αποκλείω … Dictionary of Greek
αποτέμνω — (AM ἀποτέμνω) κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω αρχ. μσν. ( ομαι) ευνουχίζομαι αρχ. Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ 2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά II. ( ομαι) 1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω 2. αποχωρίζω για … Dictionary of Greek
εκκόπτω — (AM ἐκκόπτω) αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ) αρχ. μσν. 1. δίνω τέλος 2. διακόπτω κάποιον που μιλάει 3. (για συζήτηση) σταματώ 4. (για χρόνο) αφαιρώ 5. (για εισφορά) καταργώ 6.… … Dictionary of Greek
εξορίζω — (I) (AM ἐξορίζω) [ορίζω] 1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα τής χώρας, απελαύνω 2. διώχνω μακριά, απομακρύνω μσν. νεοελλ. (για εχθρό) απωθώ, αποκρούω νεοελλ. εκτοπίζω κάποιον, τού επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και… … Dictionary of Greek
ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… … Dictionary of Greek