Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απομακρύνω

  • 41 отдалять

    [ανταλγιάτ'] ρ απομακρύνω

    Русско-эллинский словарь > отдалять

  • 42 уводить

    [ουβαντίτ'] ρ απομακρύνω

    Русско-эллинский словарь > уводить

  • 43 удалять

    [ουνταλγιάτ"] ρ απομακρύνω, βγάζω

    Русско-эллинский словарь > удалять

  • 44 командование

    ουδ.
    διοίκηση, αρχηγία•

    принять командование αναλαβαίνω τη διοίκηση•

    отстранить от -я απομακρύνω (διώχνω) από τη διοίκηση•

    сдать командование παραδίνω τη διοίκηση•

    верховное командование ανώτατη διοίκηση (το αρχηγείο)•

    армии η διοίκηση του στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > командование

  • 45 отвезти

    -езу,.-езшь, παρλθ. χρ. отвз
    -езла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отвзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω (με μεταφορικό μέσο).
    2. αναμερίζω,, παραμερίζω, απομακρύνω μεταφέροντας.

    Большой русско-греческий словарь > отвезти

  • 46 отлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. παλ. ξεχωρίζω αποσπώ αποκόπτω, ξεκόβω απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω•

    отлучить здоровый скот от больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα από τα αρρωστιάρικα•

    отлучить ребнка от груди αποθηλάζω•

    отлучить от церкви αφορίζω αναθεματίζω.

    απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο.•

    Большой русско-греческий словарь > отлучить

  • 47 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 48 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 49 отослать

    отошлю, отошлшь, παθ. μτχ», παρλθ. χρ. отосланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απο)στέλλω•

    отослать деньги στέλλω χρήματα.

    || στέλλω πίσω.
    2. απομακρύνω, διώχνω.
    3. παραπέμπω•

    отослать читателя к первоисточнику παραπέμπω τον αναγνώστη στην πηγή.

    Большой русско-греческий словарь > отослать

  • 50 отслонить

    -оню, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    παλ. απομακρύνω, παραμερίζω, κάνω πιο πέρα.
    απομακρύνομαι, παραμερίζομαι, παύω να ακουμπώ.

    Большой русско-греческий словарь > отслонить

  • 51 отставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•

    стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.

    || προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•

    отставить ногу προβάλλω το πόδι.

    2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•

    отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.

    3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•

    разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•

    это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > отставить

  • 52 отстранить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстранённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. απομακρύνω παραμερίζω αναμερίζω•

    отстранить нависавшую ветку αναμερίζω το επικρεμάμενο κλαδι.

    2. μτφ. αποπέμπω, απαλλάσσω καθαιρώ• απολύω, διώχνω•

    его -ли от должности τον απάλλαξαν από τα καθήκοντα.

    1. απομακρύνομαι, αναμεριζω, παραμερίζω.
    2. μτφ. απαλλάσσομαι, αποπέμπομαι, διώχνομαι καθαιρούμαι, απολύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отстранить

  • 53 оттеснить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеснённый, βρ: -нён, нена, -нено απωθώ, εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω•

    толпа его -ла с трибуны ο όχλος τον πέταξε κάτω από το βήμα•

    -неприятеля απωθώ τον εχθρό.

    || μτφ. απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω.

    Большой русско-греческий словарь > оттеснить

  • 54 оттолкнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. оттолкать.
    2. μτφ. διώχνω, αποβάλλω, απορρίπτω αποποιούμαι, (απ)αρνούμαι•

    оттолкнуть мрачные мысли διώχνω τις σκοτεινές σκέψεις.

    3. απομακρύνω, απωθώ•

    он всех -ул от себя своим характером με τον χαρακτήρα του αυτός έκανε όλους να τον αποστρέφονται.

    απωθούμαι, σπρώχνομαι αντιστηριζόμενος. || μτφ. παίρνω σαν αφετηρία, για ξεκίνημα.

    Большой русско-греческий словарь > оттолкнуть

  • 55 отчуждать

    ρ.σ.μ.
    1. αποξενώνω, απομακρύνω, τηρώ (κρατώ).σε απόσταση.
    2. (νομ.) απαλλοτριώνω εκποιώ, πουλώ (για ιδιοκτησία).
    αποξενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отчуждать

  • 56 прогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. οόηγώ, κατευθύνω• σαλαγώ•

    прогнать коров в поле βγάζω τις αγελάδες στη βοσκή.

    2. διώχνω, εκδιώκω•

    прогнать собаку на двор διώχνω το σκυλί στην αυλή•

    прогнать детей из комнаты διώχνω τα παιδιά από το δωμάτιο.

    || απολύω•

    прогнать со службы διάχνω από την υπηρεσία.

    || μτφ. αποβάλλω, απομακρύνω•

    прогнать ш-приятные воспоминания διώχνω τις κακές αναμνήσεις•

    прогнать скуку διώχνω την ανία.

    3. διατρέχω, διανύω, διασχίζω•

    прогнать на лошади два километра в десять минут διατρέχω με το άλογο δυο χιλιόμετρα σε δέκα λεπτά.

    4. χώνω, μπήγω•

    прогнать гвоздь сквозь стену μπήγω το καρφί στον τοίχο.

    εκφρ.
    прогнать сквозь строй – διαπόμπευση στρατιώτη στον τσαρικό στρατό (ο στρατιώτης περνούσε ανάμεσα, από δυο ζυγούς, χτυπούμενος από τους συνταγμένους στρατιώτες).
    βλ. гнаться.

    Большой русско-греческий словарь > прогнать

  • 57 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 58 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 59 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 60 совлечь

    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος).
    1. αφαιρώ, βγάζω (ενδυμασία, κάλυμμα)•

    совлечь одежду βγάζω τα ενδύματα•

    совлечь маску βγάζω την προσωπίδα.

    2. μτφ. αποτραβώ, απομακρύνω.
    εκφρ.
    совлечь с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > совлечь

См. также в других словарях:

  • απομακρύνω — απομακρύνω, απομάκρυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απομακρύνω — κ. κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. κραίνω) οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά μσν. νεοελλ. πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω νεοελλ. 1. αποσύρω 2. εκτοπίζω, αποπέμπω 3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω …   Dictionary of Greek

  • αγγελοκόβω — απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία …   Dictionary of Greek

  • απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… …   Dictionary of Greek

  • ανασειράζω — ἀνασειράζω (AM) συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω αρχ. 1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό 2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. σειρά «σχοινί»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»