-
21 предотвращать
αποτρέπω, προλαβαίνω, προλαμβάνω, αποσοβώ, εξουδετερώνω, απομακρύνω- ение η αποτροπή, η πρόληψηη αποσόβηση, εξουδετέρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предотвращать
-
22 предохранять
1. (защищать) προστατεύω 2. (предотвращать) προλαμβάνω, αποτρέπω, αποσοβώ, εξουδετερώνω, απομακρύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предохранять
-
23 убирать
1. (чистить, прибирать) καθαρίζω 2. (удалять) βγάζω, αφαιρώ, απομακρύνω, μαζεύω 3. (вывозить, сваливать) μεταφέρω και αποθέτω 4. (напр. шасси) μαζεύω 5. (урожай) μαζεύω, συλλέγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убирать
-
24 удалять
1. (изымать, устранять, ликвидировать) αφαιρώ, βγάζωεξάγω- жировое пятно - την κηλίδα/τον λεκέ του λίπους2. (пере-мещать на более далёкое расстояние, отдалять) απομακρύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удалять
-
25 уединить
(изолировать, обособить) απομονώνω, απομακρύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уединить
-
26 вывезти
вывезти 1) μεταφέρω απο μακρύνω (удалить) 2) (экспортировать) εξάγω* * *1) μεταφέρω; απομακρύνω ( удалить)2) ( экспортировать) εξάγω -
27 вывозить
вывозитьнесов1. ἀπομακρύνω, μεταφέρω ἀπό κάπου·2. (привозить) φέρνω, κουβαλώ·3. (экспортировать) ἐξάγω·4. (выручать) разг γλυτώνω. -
28 отбивать
отбиватьнесов1. (отражать) ἀποκρούω·2. (отнимать) разг παίρνω, ἀποσπώ I ξαναπαίρνω (обратно)·3. (отламывать) σπάζω·4. (вкус, запах) ἀπομακρύνω, βγάζω, ἐξαλείφω· ◊ \отбивать такт κρατῶ τόν χρόνος· \отбивать шаг κρατώ τό βήμα· \отбивать охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη κάποιου. -
29 отдалить
отдалитьсов, отдалять несов1. прям., трен. ἀπομακρύνω·2. (отсрочить) ἀναβάλλω. -
30 относить
относитьнесов1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):\относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του. -
31 отставка
отстав||каж ἡ ἀπόλυση / ἡ παραίτηση [-ις], ἡ παύση [-ις] (с»"· службы)/ ἡ ἀπόταξις, ἡ ἀποστράτευση [-ις] (из армии):офицер в \отставкаке ἀπόστρατος · ἀξιωματικός· быть в \отставкаке εὐρίσκομαι ἐν'. ἀποστρατεία· подава́ть в \отставкаку ὑποβάλλὠ· τήν παραίτηση μου, παραιτούμαι, καταθέ· · τω τήν ἀρχή· выходить в \отставкаку ἀποστρατεύομαι· ◊ давать \отставкаку кому-л. παύω (или ἀπομακρύνω) κάποιον получать\отставкаку у кого́-л. χάνω τήνεὔνοια κάποιου. -
32 отставлять
отстав||лять· несов (отодвигать) ἀπομακρύνω, ἀποθέτω / βάζω κατά μέρος, βάζω στήν μπάντα (в сторону). -
33 отстранениеять
отстранение||ятьнесов1. απομακρύνω/ παραμερίζω (интригами):.\отстранениеятьять чыо-л. ру́ку παραμερίζω τό χέρι κάποιου·2. перен ἀπέλαύνω:\отстранениеятьять от себя все заботы ἀπαλλάσσομαι ἀπό ὀλες τίς φροντίδες'3. (от должности и т. п.) παύω, ἀπολύω τής ὑπηρεσίας. -
34 помеха
помех||аж τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, ἡ δυσκολία, τό πρόσκομμα:устранить \помехаи ἀπομακρύνω τά ἐμπόδια· атмосферные \помехаи τά ἀτμοσφαιρικά παράσιτα (ραδιοφώνου). -
35 уводить
увод||и́тьнесов1. ὁδηγώ κάπου, ἀπομακρύνω,^ (αποτραβώ, ἀποσύρω, ἀποκομίζω:\уводитьи́ть детей домой πηγαίνω τά παιδιά στό σπίτι· \уводитьи́ть в плен παίρνω αἰχμάλωτο·2. (похищать) ἀπάγω, ἀρπάζω. -
36 удалять
удалятьнесов1. ἀπομακρύνω, ἀποσύρω·2. (устранять) βγάζω, ἐξαλείφω:\удалять пятно́ βγάζω τό λεκέ, ἐξαλείφω κηλίδα· \удалять зуб βγάζω τό δόντι· \удалять волосы ἀπο-ψιλῶ, ἀποτριχώνω, μαδώ·3. (заставлять уйти, уехать) διώχνω, ἐκδιώκω, ἀποβάλλω. -
37 усылать
усылатьнесов στέλνω, διώχνω, ἀπομακρύνω. -
38 отдалять
[ανταλγιάτ'] ρ. απομακρύνω -
39 уводить
[ουβαντίτ*] ρ. απομακρύνω -
40 удалять
[ουνταλγιάτ"] ρ. απομακρύνω, βγάζω
См. также в других словарях:
απομακρύνω — απομακρύνω, απομάκρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομακρύνω — κ. κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. κραίνω) οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά μσν. νεοελλ. πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω νεοελλ. 1. αποσύρω 2. εκτοπίζω, αποπέμπω 3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω … Dictionary of Greek
αγγελοκόβω — απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω] … Dictionary of Greek
εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία … Dictionary of Greek
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
ανασειράζω — ἀνασειράζω (AM) συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω αρχ. 1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό 2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. σειρά «σχοινί»] … Dictionary of Greek