-
1 αποκρουω
1) отбивать, отламывать2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать(φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.)
3) pass. терпеть крушение, неудачуτοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. — быть опрокинутым лошадью;
-
2 ἀποκρούω
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in [voice] Med., beat off from oneself,τὰς προσβολάς Hdt.4.200
, Th.2.4;αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61
, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl. in CA19p.461M.;τινάς Jul. Or.2.67b
;ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23
; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— [voice] Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.;ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100
, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28;τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7
, etc.II knock off, IG3.1417.12:—[voice] Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach. 459.III [voice] Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded,πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκρούω
-
3 αποκρούω
μετ.1) отражать (удар); отбивать (атаку); отбрасывать (противника); давать отпор (врагу) 2) отвращать (опасность); 3) перен. отклонять, отвергать, не принимать (предложение и т. п.); опровергать (обвинение); 4) отталкивать; отваживать (разг) -
4 αποκρούω
[апокруо] р. отталкивать, отражать (удар),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποκρούω
-
5 αποκρούω
[апокруо] ρ отталкивать, отражать (удар). -
6 ἀποκρούω
ἀπο-κρούω, zurückstoßen, -schlagen; von den Pferden: abgeworfen werden; von sich zurückschlagen, abwehren -
7 αποκρούω
saveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποκρούω
-
8 отражать
отражатьнесов1. ἀντανακλώ, καθρεφτίζω, ἀντικατοπτρίζω / ἀντηχώ (μετ.) (звук)·2. перен (изображать) ἀπεικονίζω:\отражать жизнь ἀπεικονίζω τήν ζωή·3. (отбивать) ἀποκρούω:\отражать удар прям., перен ἀποκρούω χτύπημα· \отражать нападение ἀποκρούω ἐπίθεση·4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνασκευάζω, ἀποκρούω:\отражать чьи́-л. нападки ἀναιρώ (или ἀποκρούω) τίς ἐπιθέσεις κάποιου. -
9 отбить
отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.
2. αποκρούω•отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•
отбить нападение αποκρούω επίθεση•
отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.
3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).4. παίρνω, αποσπώ.5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•
отбить охоту κόβω την όρεξη.
|| στερώ της επιθυμίας για κάτι•дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.
6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).
|| βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•
отбить ноги κουράζω τα πόδια.
7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.9. χτυπώ γραμμή•отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.
10. σταματώ, παύω•часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).
1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.2. αποκρούω.(απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•
корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.
4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.εκφρ.отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία). -
10 αποκρούεσθε
ἀποκρούωbeat off: pres imperat mp 2nd plἀποκρούωbeat off: pres ind mp 2nd plἀποκρούωbeat off: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
11 ἀποκρούεσθε
ἀποκρούωbeat off: pres imperat mp 2nd plἀποκρούωbeat off: pres ind mp 2nd plἀποκρούωbeat off: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
12 αποκρούη
ἀποκρούωbeat off: pres subj mp 2nd sgἀποκρούωbeat off: pres ind mp 2nd sgἀποκρούωbeat off: pres subj act 3rd sg -
13 ἀποκρούῃ
ἀποκρούωbeat off: pres subj mp 2nd sgἀποκρούωbeat off: pres ind mp 2nd sgἀποκρούωbeat off: pres subj act 3rd sg -
14 αποκρούσει
ἀπόκρουσιςretiring: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποκρούσεϊ, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (attic ionic)ἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: fut ind act 3rd sg -
15 ἀποκρούσει
ἀπόκρουσιςretiring: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποκρούσεϊ, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (attic ionic)ἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sg (epic)ἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: fut ind act 3rd sg -
16 αποκρούση
ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀποκρούωbeat off: aor subj mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sgἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sg -
17 ἀποκρούσῃ
ἀποκρούσηι, ἀπόκρουσιςretiring: fem dat sg (epic)ἀποκρούωbeat off: aor subj mid 2nd sgἀποκρούωbeat off: aor subj act 3rd sgἀποκρούωbeat off: fut ind mid 2nd sg -
18 парировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. αποκρούω•парировать удары противника αποκρούω τα χτυπήματα του αντίπαλου.
2. μτφ. διαψεύδω, ανασκευάζω•парировать доводы αποκρούω τα επιχειρήματα.
αποκρούομαι. -
19 нападение
нападение с η επίθεση (тж. спорт.)' совершить \нападение κάνω επίθεση· отразить \нападение αποκρούω επίθεση* * *сη επίθεση (тж. спорт.)соверши́ть нападе́ние — κάνω επίθεση
отрази́ть нападе́ние — αποκρούω επίθεση
-
20 опровергать
См. также в других словарях:
αποκρούω — αποκρούω, απέκρουσα (σπάν. απόκρουσα) βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρούω — (AM ἀποκρούω) [κρούω] 1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου 2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα) 3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι 4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον) μσν. νεοελλ., ( ομαι) απομακρύνω, εξουδετερώνω αρχ. μσν. εκδιώκω κάποιον … Dictionary of Greek
αποκρούω — ουσα, ούστηκα 1. απωθώ κάποιον που μου επιτίθεται: Η επίθεση του εχθρού είχε αποκρουστεί. 2. ανασκευάζω: Τα επιχειρήματά του εύκολα μπορούσε να τα αποκρούσει. 3. αρνούμαι, δε δέχομαι: Απόκρουσε τις προτάσεις του αντίδικού του για συμβιβασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκρούεσθε — ἀποκρούω beat off pres imperat mp 2nd pl ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd pl ἀποκρούω beat off imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρούῃ — ἀποκρούω beat off pres subj mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουσμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκροῦσθαι — ἀποκρούω beat off perf inf mp ἀποκρούω beat off perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουομένων — ἀποκρούω beat off pres part mp fem gen pl ἀποκρούω beat off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσαμένων — ἀποκρούω beat off aor part mid fem gen pl ἀποκρούω beat off aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσθέντα — ἀποκρούω beat off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκρούω beat off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)