-
1 άρμα
τό1) (чаще πλ.) прям., перен. оружие;βάζω κάτω ( — или ρίχνω) τ' άρματα — бросать оружие, сдаваться, прекращать борьбу;
στ' άρματα! — к оружию!;
με τ' άρματα — с оружием;
2) фамильный герб с изображением оружияάρμα2/2τό колесница; повозка;αποκριάτικο άρμα2/2 — карнавальная колесница;
§ άρμα2/2 μάχης — танк;
υποβρύχιο άρμα2/2 μάχης — танкамфибия;
(προσ)δένομαι ( — или είμαι εζευγμένος) στο άρμα2/2 κάποιου — быть на поводу у кого-л., слепо исполнять чьё-л. желание;
δένομαι στο άρμα2/2 της πολιτικής κάποιου — идти в фарватере чьей-л. политики
См. также в других словарях:
μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Κόκκινος, Νικόλαος — (1863 – 1919). Συνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών. Τα δημοφιλέστερα τραγούδια του είναι: «Γιατί οπόταν σε κοιτώ», «Ο Μάης», «Έλα μαζί εις τα ξένα», «Αποκριάτικο», «Αχ αϊτέ», «Έμορφη κόρη του ψαρά», «Πεταλούδα» κ.ά … Dictionary of Greek
αποκριάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει να κάνει με την Αποκριά: Αποφάσισαν να κάνουν ένα αποκριάτικο γλέντι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραζαλίζω — παραζάλισα, παραζαλίστηκα, παραζαλισμένος, ζαλίζω πολύ, ταράζω, σκοτίζω, στενοχωρώ, παραενοχλώ: Στον αποκριάτικο παιδικό χορό μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά του σχολείου και μας παραζάλισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)