-
1 αποκλείνω
(αόρ. απόκλεισα и απέκλεισα, παθ. αόρ. αποκλείστηκα и απεκλείσθην) μετ.1) изолировать, отрезать; οι βροχές απόκλεισαν το χωριό дожди отрезали деревню (от внешнего мира); 2) блокировать, установить блокаду; 3) исключать, не допускать .(к конкурсу, состязаниям); запрещать (участие в состязаниях и т.п.); 4) исключать (возможность, вариант);αυτό το αποκλείνω — этот вариант я исключаю;
δεν το αποκλείνω — я не исключаю, возможно;
1) — отказаться отрезанным, блокированным;αποκλείομαι
τα ορεινά χωριά αποκλείστηκανάπ' τα χιόνια — из-за сильного снегопада горные деревни отрезаны от мира;
αποκλείστηκα απ' τη βροχή στο σπίτι — из-за дождя я вынужден был остаться дома;
2) быть исключённым, не допускаться (к конкурсу, состязаниям);§ αποκλείεται — исключено;
δεν αποκλείεται — не исключено, возможно;
αποκλείεται υπό τού νόμου — это запрещено законом
-
2 αποκλείω
см. αποκλείνω
См. также в других словарях:
αποκλείω — και αποκλείνω εισα, είστηκα, εισμένος 1. περιορίζω, μπλοκάρω, απαγορεύω: Η περιοχή αποκλείστηκε από τα χιόνια. 2. δε συμπεριλαβαίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σ άλλους: Αποκλείστηκαν από τις εξετάσεις όσοι δεν υπόβαλαν εμπρόθεσμα τα σχετικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)