Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποκαλύπτομαι

  • 1 обнажаться

    обнаж||а́ться
    1. ἀπογυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι·
    2. (делаться видимым, доступным) ἀποκαλύπτομαι:
    нерв \обнажатьсяи́лся φάνηκε τό νεΰρο[ν]·
    3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > обнажаться

  • 2 раскрываться

    раскрыв||аться
    1. ἀνοίγω (ύ,μη.), ἀνοίγομαι, ξεσκεπάζομαι:
    лепестки́ \раскрыватьсяаются τά πέταλα ἀνοίγουν
    2. (обнажаться) ξεγυμνώνομαι, ἀποκαλύπτομαι·
    3. перен (обнаруживаться) ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раскрываться

  • 3 αποκαλύπτω

    αποκαλύφτ||ω (αόρ. απεκάλυψα и αποκάλυψα) μετ.
    1) снимать покров, обнажать; раскрывать;

    αποκαλύπτω τό σώμα — обнажать тело;

    2) открывать (памятник, монумент);
    3) открывать, обнародовать, выдавать, разглашать (тайну и т. п.); 4) разоблачать (предателя и т. п.); 5) обнаруживать, находить (преступника); 1) — снимать с себя одежду, обнажаться;

    2) открываться (о тайне и т. п.);
    3) быть разоблачённым; 4) воен, обнаруживать себя; 5) обнажать голову, снимать шляпу, головной убор (в знак уважения); 6) преклоняться, восхищаться, изумляться;

    αποκαλύπτομαι προ τού ηρωϊσμού του — я преклоняюсь перед его мужеством

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποκαλύπτω

  • 4 обличать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. обличить.
    2. μαστιγώνω, καυτηριάζω καταδικάζω, κατακρίνω, στηλιτεύω, στιγματίζω•

    обличать взяточничество καυτηριάζω τη δωροδοκία.

    3. φανερώνω, αποκαλύπτω, δείχνω, μαρτυρώ•

    всё -ает в нём талант όλα δείχνουν ότι αυτός έχει ταλέντο.

    1. παλ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εκδηλώνομαι.
    2. αποκαλύπτομαι ως ένοχος.

    Большой русско-греческий словарь > обличать

  • 5 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 6 выявляться

    (обнаруживаться) εκδηλώνομαι, εκδηλούμαι, αποκαλύπτομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявляться

  • 7 раскрыться

    1. (распахнуться, открыться) ανοίγομαι 2. (освободиться от какого-л. покрова) ξεσκεπάζομαι 3. (выявиться, разоблачиться) αποκαλύπτομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыться

  • 8 раскрывать

    раскрывать, раскрыть 1) (открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω 2) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \раскрываться 1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι 2) (обнаружиться) αποκαλύπτομαι
    * * *
    = раскрыть
    1) ( открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω
    2) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > раскрывать

  • 9 раскрываться

    1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι
    2) ( обнаружиться) αποκαλύπτομαι

    Русско-греческий словарь > раскрываться

  • 10 вскрываться

    вскрывать||ся
    1. (о реке) ξεπαγώνω (άμετ.), λυώνουν οἱ πάγοι·
    2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > вскрываться

  • 11 всплывать

    всплывать
    несов, всплыть сов
    1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἀναδύομαι, ἐπιπλέω·
    2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, βγαίνω στό φῶς, βγαίνω στά φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > всплывать

  • 12 выдавать

    выдавать
    несов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·
    2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·
    3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·
    4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·
    5. (за что-л. или за кого-л.):
    \выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выдавать

  • 13 выявиться

    выявить||ся
    (обнаруживаться) ἐκδηλώνομαι, ἐκδηλοῦ-μαι, φαίνομαι, ἀποκαλύπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выявиться

  • 14 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 15 обиаруживаться

    обиару́ж||иваться
    1. (становиться видимым) φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    2. (проявляться-\обиаруживатьсяо способностях и т. п.) ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι·
    3. (отыскиваться) ἀνακαλύπτομαι, βρίσκομαι, εὐρίσκομαι / ἀποκαλύπτομαι (выясняться, раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > обиаруживаться

  • 16 come out

    1) (to become known: The truth finally came out.) μαθεύομαι, αποκαλύπτομαι
    2) (to be published: This newspaper comes out once a week.) κυκλοφορώ
    3) (to strike: The men have come out (on strike).) κατεβαίνω σε απεργία
    4) ((of a photograph) to be developed: This photograph has come out very well.) `βγαίνω`, εμφανίζομαι
    5) (to be removed: This dirty mark won't come out.) βγαίνω

    English-Greek dictionary > come out

  • 17 come to light

    (to be discovered: The theft only came to light when the owners returned from holiday.) αποκαλύπτομαι

    English-Greek dictionary > come to light

  • 18 обнаруживаться

    [αμπναρούζυβατ'σα] ρ. αποκαλύπτομαι

    Русско-греческий новый словарь > обнаруживаться

  • 19 обнаруживаться

    [αμπναρούζυβατ'σα] ρ αποκαλύπτομαι

    Русско-эллинский словарь > обнаруживаться

  • 20 вскрыть

    вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•

    вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.

    2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•

    вскрыть труп κάνω νεκροψία•

    вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.

    1. ανοίγομαι.
    2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•

    -лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.

    3. ξεπαγώνω•

    река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).

    Большой русско-греческий словарь > вскрыть

См. также в других словарях:

  • αποκαλύπτομαι — αποκαλύπτομαι, αποκαλύφθηκα και αποκαλύφτηκα βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek

  • αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… …   Dictionary of Greek

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • μεϊντάνι — το 1. πλατεία πόλης ή χωριού 2. ομαλό ανοιχτό μέρος, πλάτωμα, αλώνι 3. φρ. «βγαίνω στο μεϊντάνι» φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στη δημοσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meydan] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκεπάζω — 1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό») 2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»