-
1 αποκαθιστώ
ἀποκαθίστημιre-establish: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀ̱ποκαθιστῶ, ἀποκαθιστάωimperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀποκαθιστάωpres imperat mp 2nd sgἀποκαθιστάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀποκαθιστάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποκαθιστάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀποκαθιστάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποκαθιστάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀποκαθιστῶ
ἀποκαθίστημιre-establish: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀ̱ποκαθιστῶ, ἀποκαθιστάωimperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀποκαθιστάωpres imperat mp 2nd sgἀποκαθιστάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀποκαθιστάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποκαθιστάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀποκαθιστάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποκαθιστάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 αποκαθιστώ
(α) (αόρ. αποκατέστησα, παθ. αόρ. αποκατεστάθην, μετχ. αποκαταστημένος) μετ.1) восстанавливать, вновь устанавливать, налаживать;αποκαθιστώ την επικοινωνία (τη συγκοινωνία) — восстанавливать связь (сообщение);
αποκαθιστώ την τάξη — восстанавливать порядок;
2) реабилитировать;3) пристраивать, выдавать замуж или женить (детей);1) — восстанавливаться, налаживаться;αποκαθιστώίσταμαι
2) пристраиваться, выходить замуж или жениться;3) жить постоянно (где-л.) -
4 αποκαθιστώ
[апокатисто] ρ восстанавливать. -
5 αποκαθιστώ
établir -
6 αποκαθιστώ
1) recondition2) reinstate3) remedy4) restoreΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποκαθιστώ
-
7 αποκατασταίνω
(αόρ. αποκατάστησα, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα) см. αποκαθιστώ -
8 επαφή
η1) соприкосновение; контакт; связь;σημείον επαφής — точка соприкосновения;
έρχομαι σε επαφ — приходить в соприкосновение, вступать в контакт;
αποκαθιστώ επαφή — устанавливать контакт;
βρίσκομαι σε επαφή με κάποιον — иметь контакт с кем-л.;
δεν έχω επαφή μαζί του — я с ним не поддерживаю контакта; — у меня с ним нет связи;
φέρε με σε επαφή με... — свяжи меня с...;
2) косм, стыковка;διαστημοπλοίων σε τροχιά — стыковка космических кораблей на орбите -
9 ομαλότητα
[-ης (-ητος)] η1) гладкость; ровность; 2) нормальное положение;αποκαθιστώ την ομαλότητα — восстанавливать нормальное положение, нормализовать положение
См. также в других словарях:
αποκαθιστώ — αποκαθιστώ, αποκατέστησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… … Dictionary of Greek
αποκαθιστώ — βλ. λ. αποκατασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαθιστῶ — ἀποκαθίστημι re establish pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱ποκαθιστῶ , ἀποκαθιστάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποκαθιστάω pres imperat mp 2nd sg ἀποκαθιστάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποκαθιστάω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
Apocatástasis — Saltar a navegación, búsqueda Apocatástasis (del griego αποκαθιστώ pronunciado apokacistó : poner una cosa en su puesto primitivo, restaurar), es un concepto especialmente utilizado por Orígenes, y que según él, significa que en el fin de los… … Wikipedia Español
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
ανέζω — ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) [έζομαι] 1. καθίζω, τοποθετώ 2. αποκαθιστώ στη θέση του 3. ( ομαι) κάθομαι ἀνέζομαι κάθομαι, ανακαθίζω … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
αναμάχομαι — (Α ἀναμάχομαι) μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα αρχ. 1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια 2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ … Dictionary of Greek
αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω … Dictionary of Greek