-
1 αποθρασυνομαι
-
2 ἀποθρασύνομαι
ἀπο-θρασύνομαι, mutig, keck handeln -
3 αποθρασύνη
ἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj act 3rd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj act 3rd sg -
4 ἀποθρασύνῃ
ἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj act 3rd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj act 3rd sg -
5 αποθρασυνομένων
ἀποθρασῡνομένων, ἀποθρασύνομαιpres part mp fem gen plἀποθρασῡνομένων, ἀποθρασύνομαιpres part mp masc /neut gen pl -
6 ἀποθρασυνομένων
ἀποθρασῡνομένων, ἀποθρασύνομαιpres part mp fem gen plἀποθρασῡνομένων, ἀποθρασύνομαιpres part mp masc /neut gen pl -
7 αποθρασύνεται
ἀποθρασύ̱νεται, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 3rd sg (epic)ἀποθρασύ̱νεται, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 3rd sg -
8 ἀποθρασύνεται
ἀποθρασύ̱νεται, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 3rd sg (epic)ἀποθρασύ̱νεται, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 3rd sg -
9 αποθρασύνηται
ἀποθρασύ̱νηται, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 3rd sgἀποθρασύ̱νηται, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 3rd sg -
10 ἀποθρασύνηται
ἀποθρασύ̱νηται, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 3rd sgἀποθρασύ̱νηται, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 3rd sg -
11 αποθρασύνω
(αόρ. απεθράσυνα) μετ. делать дерзким, наглым, нахальным;αποθρασύνομαι — наглеть, становиться дерзким, нахальным, наглым
-
12 απεθρασύνατο
-
13 ἀπεθρασύνατο
-
14 απεθρασύνετο
-
15 ἀπεθρασύνετο
-
16 απεθρασύνθη
-
17 ἀπεθρασύνθη
-
18 απεθρασύνοντο
-
19 ἀπεθρασύνοντο
-
20 αποθρασυνθήναι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποθρασύνομαι — αποθρασύνομαι, αποθρασύνθηκα βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπεθρασύνθη — ἀποθρασύνομαι aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασυνθείη — ἀποθρασύνομαι aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασυνθῆναι — ἀποθρασύνομαι aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασυνθέντας — ἀποθρασύνομαι aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασύνῃ — ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι aor subj mid 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι aor subj act 3rd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres subj mp 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres ind mp 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασυνομένων — ἀποθρασῡνομένων , ἀποθρασύνομαι pres part mp fem gen pl ἀποθρασῡνομένων , ἀποθρασύνομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασύνεται — ἀποθρασύ̱νεται , ἀποθρασύνομαι aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποθρασύ̱νεται , ἀποθρασύνομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθρασύνηται — ἀποθρασύ̱νηται , ἀποθρασύνομαι aor subj mid 3rd sg ἀποθρασύ̱νηται , ἀποθρασύνομαι pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αποθράσυνση — η το αποκορύφωμα της θρασύτητας, το υπέρμετρο θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθρασύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Καθημερινή] … Dictionary of Greek