-
1 ἀποθηλάζω
A suck, Sor.1.118, Paul.Aeg.3.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθηλάζω
-
2 αποθηλαζόμενον
ἀποθηλάζωsuck: pres part mp masc acc sgἀποθηλάζωsuck: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
3 ἀποθηλαζόμενον
ἀποθηλάζωsuck: pres part mp masc acc sgἀποθηλάζωsuck: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
4 αποθηλαζέτω
-
5 ἀποθηλαζέτω
-
6 αποθηλάζειν
-
7 ἀποθηλάζειν
-
8 αποθηλάζοιτο
-
9 ἀποθηλάζοιτο
См. также в других словарях:
αποθηλάζω — (AM ἀποθηλάζω) νεοελλ. απογαλακτίζω αρχ. θηλάζω … Dictionary of Greek
αποθηλάζω — ασα, παύω να θηλάζω, αποκόβω: Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, αλλά δίσταζε να το αποθηλάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηλαζόμενον — ἀποθηλάζω suck pres part mp masc acc sg ἀποθηλάζω suck pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλαζέτω — ἀποθηλάζω suck pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζειν — ἀποθηλάζω suck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζοιτο — ἀποθηλάζω suck pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποκόβω — ψα, πηκα, μμένος 1. κόβω εντελώς: Το απόκοψε το δέντρο. 2. αποθηλάζω βρέφος: Επιτέλους τον απόκοψε το γιο της. 3. καθορίζω συνολική τιμή για μια δουλειά ή αγοραπωλησία, χωρίς μέτρημα, ζύγιση κτλ.: Η τιμή που μου απόκοψες δε με συμφέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)