-
1 αποθηλάζω
μετ. отнимать от груди -
2 απογαλακτίζω
μετ. см. αποθηλάζω -
3 αποκόβω
(αόρ. απόκοψα) μετ.1) обрезать, обрубать, отсекать; 2) ампутировать; 3) см. αποθηλάζω; 4) устанавливать аккордную оплату; § του τ' απόκοψα μιά και καλή я ему запретил раз и навсегда
См. также в других словарях:
αποθηλάζω — (AM ἀποθηλάζω) νεοελλ. απογαλακτίζω αρχ. θηλάζω … Dictionary of Greek
αποθηλάζω — ασα, παύω να θηλάζω, αποκόβω: Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, αλλά δίσταζε να το αποθηλάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηλαζόμενον — ἀποθηλάζω suck pres part mp masc acc sg ἀποθηλάζω suck pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλαζέτω — ἀποθηλάζω suck pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζειν — ἀποθηλάζω suck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζοιτο — ἀποθηλάζω suck pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποκόβω — ψα, πηκα, μμένος 1. κόβω εντελώς: Το απόκοψε το δέντρο. 2. αποθηλάζω βρέφος: Επιτέλους τον απόκοψε το γιο της. 3. καθορίζω συνολική τιμή για μια δουλειά ή αγοραπωλησία, χωρίς μέτρημα, ζύγιση κτλ.: Η τιμή που μου απόκοψες δε με συμφέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)