Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αποθηλάζω

См. также в других словарях:

  • αποθηλάζω — (AM ἀποθηλάζω) νεοελλ. απογαλακτίζω αρχ. θηλάζω …   Dictionary of Greek

  • αποθηλάζω — ασα, παύω να θηλάζω, αποκόβω: Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, αλλά δίσταζε να το αποθηλάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποθηλαζόμενον — ἀποθηλάζω suck pres part mp masc acc sg ἀποθηλάζω suck pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηλαζέτω — ἀποθηλάζω suck pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηλάζειν — ἀποθηλάζω suck pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηλάζοιτο — ἀποθηλάζω suck pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκόβω — ψα, πηκα, μμένος 1. κόβω εντελώς: Το απόκοψε το δέντρο. 2. αποθηλάζω βρέφος: Επιτέλους τον απόκοψε το γιο της. 3. καθορίζω συνολική τιμή για μια δουλειά ή αγοραπωλησία, χωρίς μέτρημα, ζύγιση κτλ.: Η τιμή που μου απόκοψες δε με συμφέρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»