Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αποθηκάριος

См. также в других словарях:

  • αποθηκάριος — ο [αποθήκη] νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης 2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • αποθηκάριος — ο ο επιστάτης ή ο φύλακας της αποθήκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • αμπαρτζής — ο επιστάτης αποθήκης, αποθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ambarci «αποθηκάριος»] …   Dictionary of Greek

  • αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της …   Dictionary of Greek

  • δοχειάριος — και δοχιάριος και δοχειάρης, ο (Μ δοχειάριος, διοχιάρις, δοχειάρης) μοναχός αποθηκάριος τών τροφίμων του μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοχείον + (παραγ. κατάλ.) άριος, άρης*] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοθέτης — ἐλαιοθέτης, ο (Α) (τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού …   Dictionary of Greek

  • κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος …   Dictionary of Greek

  • κελλάρης — και κελάρης, ο, θηλ. κελλάρισσα και κελάρισσα (Μ κελλάρης και κελάρης, Α κελλάριος) (σε μοναστήρι ή άλλο ίδρυμα) υπεύθυνος τής αποθήκης τροφίμων, οικονόμος, αποθηκάριος νεοελλ. παροιμ. «ακριβός κελ(λ)άρης» ή «καλός κελ(λ)άρης» γι αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»