-
1 αποθήκη
ἀ̱ποθήκη, ἀποθέωrun away: plup ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱ποθήκη, ἀποθέωrun away: plup ind act 1st sg (doric aeolic)ἀποθήκηany place wherein to lay up: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀ̱ποθήκῃ, ἀποθέωrun away: perf subj act 3rd sg (doric aeolic)ἀποθήκηany place wherein to lay up: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αποθηκη
ἥ склад, хранилище(τοῖς σκεύεσι Thuc.; τῆς πολυπραγμοσύνης Plut.; βιβλίων Luc.)
ἀ. σωμάτων Luc. — место погребения;ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς τινα Her. — обеспечить себе убежище у кого-л. -
3 ἀποθήκη
ἀποθήκη, ης, ἡ (s. ἀποτίθημι; Thu. 6, 97, 5+; SIG 1106, 84; PRyl 97, 11; PTebt 347, 1; 5; BGU 32, 3; 816, 5; 931, 2; LXX; ApcEsdr 5:23 p. 30, 26 Tdf.; Jos., Ant. 9, 274; loanw. in rabb.) of a place where one puts someth. storehouse, barn συνάγειν εἰς τὴν ἀ. gather into the barn Mt 3:12; 6:26; 13:30; Lk 3:17 (Just., D.49, 3). S. on ἀλοάω.—Lk 12:18; w. ταμιεῖον (Jos., loc. cit.) 12:24; cellar for oil and wine Hm 11:15.—B. 492. M-M. -
4 αποθήκη
-
5 ἀποθήκη
Βλ. λ. αποθήκη -
6 ἀποθήκῃ
Βλ. λ. αποθήκη -
7 ἀποθήκη
{сущ., 6}склад, хранилище, житница (хранилище для зерна).Ссылки: Мф. 3:12; 6:26; 13:30; Лк. 3:17; 12:18, 24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποθήκη
-
8 αποθήκη
{сущ., 6}склад, хранилище, житница (хранилище для зерна).Ссылки: Мф. 3:12; 6:26; 13:30; Лк. 3:17; 12:18, 24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποθήκη
-
9 ἀποθήκη
склад, хранилище, житница (хранилище для зерна).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποθήκη
-
10 αποθήκη
I.ηAbstellkammer fII.ηLager n [Vorratslager] -
11 ἀποθήκη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποθήκη
-
12 ἀποθήκη
-ης + ἡ N 1 4-5-2-0-1=12 Ex 16,23.32; Dt 28,5.17; 1 Chr 28,11any place wherein to lay up a thing, storeroom, barn Dt 28,5; storage, store Ex 16,23; coffer, treasure 1 Ezr 1,51Cf. HUSSON 1983a, 41; WEVERS 1990, 255 -
13 αποθήκη
el magatzem -
14 ἀποθήκη
ἀπο-θήκη, ἡ,A any place wherein to lay up a thing, magazine, storehouse, Th.6.97;ἀ. βιβλίων Luc.Ind.5
;ἀ. σωμάτων
burial-place,Id.
Cont.22.2 refuge, Philist.59.II anything laid by, store, ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἐς τὸν Πέρσην lay up store of favour with him, Hdt. 8.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθήκη
-
15 ἀποθήκη
ἀπο-θήκη,ein Ort, wo man etwas niederlegt u. aufbewahrt, Speicher, Scheuer; Grab -
16 αποθήκη
1) cabane2) dépôt3) entrepôt -
17 αποθήκη
1) magazyn (m) rzecz.2) skład (m) rzecz.3) składnica (f) rzecz.4) zbiornik (m) rzecz. -
18 αποθήκη
1) depozitář2) sklad3) skladiště -
19 αποθήκη
1) repository2) warehouseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποθήκη
-
20 αποθήκας
ἀποθήκᾱς, ἀποθήκηany place wherein to lay up: fem acc plἀποθήκᾱς, ἀποθήκηany place wherein to lay up: fem gen sg (doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αποθήκη — η τόπος που βάζουν πράγματα για φύλαξη: Για να γίνεται καλά η δουλειά του χρειαζόταν μια μεγαλύτερη αποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθήκη — ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθήκῃ — ἀ̱ποθήκῃ , ἀποθέω run away perf subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποθήκη θερμότητας — Σύστημα απομονωμένο από άλλα συστήματα, που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας και έχει τέτοιο μέγεθος, ώστε κατά τη διεργασία αποκατάστασης θερμικής ισορροπίας με άλλο σύστημα να μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες ενέργειας χωρίς να… … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… … Dictionary of Greek
ἀποθηκῶν — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθῆκαι — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθήκαις — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek