-
1 αποδιαβάζω
μετ.1) прочитывать, кончать читать; кончать учить; πολύ γρήγορα αποδιάβασες τα μαθήματα σου ты слишком быстро закончил свои уроки; 2) заканчивать вторичную вспашку; § αποδιάβασε η εκκλησιά закончилась церковная служба;αποδιαβάζω τα ρούχα — выполаскивать бельё
-
2 дочитать
ρ.σ.μ. αποδιαβάζω, τελειώνω το διάβασμα• διαβάζω ως ένα σημείο.διαβάζω ώσπου•дочитать до головной боли διαβάζω ώσπου μου πονά το κεφάλι.
См. также в других словарях:
αποδιαβάζω — (Μ ἀποδιαβάζω) 1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου 2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπο νεοελλ. τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματα μσν. 1. αποδιώχνω απ τη σκέψη, αποξεχνώ 2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι … Dictionary of Greek