-
1 απογίνομαι
(αόρ. απογίνηκα, απέγινα и απόγινα) αμετ.1) получаться, становиться, делаться; τί απέγινε το ζήτημα тоб διορισμού σας; чем закончилось дело с вашим назначением?; 2) иметь плохой конец, дойти, скатываться;τί θ' απογίνουμε με τέτοιες σπατάλες; — до чего мы дойдём при таких огромных затратах?;
3) портиться, ухудшиться;απόγινε ο άρρωστος состояние больного ухудшилось; απόγινε ο γιός σου твой сын совсем испортился; απόγινε αυτή η πολυθρόνα это кресло сильно потёрлось; 4) завершаться, заканчиваться; απόγιναν τα σπαρτά посевы уже созрели; 5) απρόσ. что стало?, чем кончилось?; τί απέγινε με το ταξίδι σου; как обстоят дела с твоей поездкой?; τί απέγινε με το σκάνδαλο; чем кончился скандал?; § ό, τι έγινε δεν απογίνεται что сделано, то сделано -
2 απογιγνομαι
ион. ἀπογίνομαι1) быть вдали, отсутствовать, не хватать Dem.2) быть в стороне, не принимать участия, быть непричастным(τινος Her., Thuc.)
ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενος NT. — избавившись от грехов3) пропадать, теряться, гибнуть(νόσῳ Thuc.)
ἀ. ἀπὸ τοῦ σταθμοῦ Arst. — убывать в весе4) умирать Her., Dem., Plut.οἱ ἀπογινόμενοι Her., Thuc. — умирающие;
οἱ ἀπογενόμενοι Thuc. — умершие -
3 απογένομαι
см. απογίνομαι
См. также в других словарях:
απογίνομαι — (απογίνομαι), απόγινα και απέγινα βλ. πίν. 121 Σημειώσεις: (απογίνομαι) : εύχρηστος ο αόριστος απέγινα και απόγινα με τις έννοιες → καταλήγω, φτάνω σε κάποια κατάσταση ή χειροτερεύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπογίνομαι — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
избываю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ῥύομαι) избавляюсь, спасаюсь; (ἀπογίνομαι) … Словарь церковнославянского языка
απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ԲԱՑԱԼԻՆԻՄ — (բաց եղեալ.) NBH 1 470 Chronological Sequence: 6c, 8c ἅπειμι absum, ἁπογίνομαι recedo Ի բացեայ լինել, ʼի բաց գնալ, հեռանալ. չգտանիլ ներկայ. *Պատահումն, որ լինի, եւ բացալինի՝ առանց ենթակային ապականութեան. Պորփ.: *Որակութիւն լինի եւ բացալինի առանց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)