-
1 απλώνω
1. μετ.1) раскладывать; развёртывать; рассти- ать (для просушки); 2) вывешивать, развешивать (для просушки); 3) протягивать, простирать (руки); раскрывать объятия); вытягивать (ноги); расправлять (крылья); 4) поднимать (паруса);§ απλώνω τίς δουλειές μου — расширять круг своих занятий;
άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμα σου посл, по одёжке протягивай ножки;απλώνω χέρι πάνω σε κάποιον — поднимать руку на кого-л.;
2. αμετ.1) расстилаться; простираться; распространяться; άπλωσε η φωτιά пожар распространился; 2) тянуться (за чём-л.); протягивать руку (к чему-л.);μην απλώνεις στο τραπέζι — не трогай ничего на столе;
§ έχει τραχανά απλωμένο ирон. а) ему некогда;б) ему трын-трава; ему безразлично;1) — расстилаться, простираться; — распространяться;απλώνομαι
2) развернуться (в делах);3) располагаться, лежать свободно, широко -
2 απλώνω
-
3 απλώνω
[аплоно] р. развертывать, развешиватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απλώνω
-
4 απλώνω
[аплоно] ρ развертывать, развешивать. -
5 απλώνω
avancer -
6 απλώνω
spreadΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απλώνω
-
7 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
8 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
9 растянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τεντώνω•растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•
растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•
растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.
|| ανοίγω•растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.
|| χαλαρώνω την ελαστικότητα•растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).
|| υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•
растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.
2. απλώνω•растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•
растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.
3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•
растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).
(για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαιβλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.
4. διαρκώ, συνεχίζομαι•свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),
-
10 вешать
I вешать II (взвешивать) ζυγίζω II вешать II) κρεμ(ν)ώ \вешать пальто κρεμ(ν)ώ το παλτό 2) (бельё ) απλώνω* * *I1) κρεμ(ν)ώве́шать пальто́ — κρεμ(ν)ώ το παλτό
2) ( бельё) απλώνωII( взвешивать) ζυγίζω -
11 протянуть
протянуть (εκ)τείνω, τραβώ* απλώνω (простирать)' \протянуть руку τείνω το χέρι* * *(εκ)τείνω, τραβώ απλώνω ( простирать)протяну́ть ру́ку — τείνω το χέρι
-
12 постилать
постилатьнесов1. (расстилать) ἀπλώνω:\постилать скатерть ἀπλώνω τό τραπε-ζομάντηλο·2. (постель) στρώνω. -
13 развешивать
развешиватьнесов1. (на весах) ζυγίζω, ζυγιάζω·2. (вешать) κρεμ(ν)ῶ, ἀναρτώ, ἀπλώνω; \развешивать картины κρεμνώ (или ἀναρτώ) πίνακες· \развешивать белье ἀπλώνω ροῦχα. -
14 распростирать
распростиратьнесов ἐξαπλώνω, ἀπλώνω, ἐκτείνω/ перен ἐπεκτείνω; \распростирать крылья ἀπλώνω τά φτερά· \распростирать свое влияние на что-л. ἐπεκτείνω τήν ἐπίδραση μου. -
15 стелить
стелитьнесов στρώνω, ἀπλώνω:\стелить скатерть στρώνω (или ἀπλώνω) τό τρα-πεζομάντηλο· \стелить постель στρώνω τό κρεββάτι. -
16 тянуть
тян||у́тьнесов1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):\тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:\тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·4. (медленно произносить) σέρνω:\тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·5. (медлить) παρατραβώ κάτι:\тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·6. (звать) разг τραβώ:его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·7. (влечь):меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·8. (весить) ζυγίζω·9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:\тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:\тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·13. безл (о струе воздуха, о запахе):тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες. -
17 дотянуть
-яну, -янвшь ρ.σ.μ.1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.
3. τραβώ ως το τέλος.4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.
5. βραδύνω, παρατείνω.6. περνώ, τα βολεύω.1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο). -
18 проложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.
2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.
3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.
εκφρ.проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου. -
19 протянуть
ρ.σ.μ.1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•протянуть руку τεντώνω το χέρι•
протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•
протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.
2. τραβώ, έλκω, σύρω.3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).4. καθυστερώ, τρενάρω•протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.
5. ζω•он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.
6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).7. μτφ. κριτικάρω•протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.
8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.εκφρ.протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.1. τεντώνομαι• απλώνομαι.2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.
3. ξαπλώνω•протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.
4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.
-
20 разостлать
расстелю, расстелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разостланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.στρώνω• απλώνω•разостлать скатерть στρώνω το τραπεζομάντηλο•
разостлать лн απλώνω το λινάρι.
|| μτφ. διαχέω, ρίχνω•разостлать тень ρίχνω σκιά.
στρώνομαι, απλώνομαι.
См. также в других словарях:
απλώνω — απλώνω, άπλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… … Dictionary of Greek
απλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. ξεδιπλώνω: Άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο τραπεζομάντιλο. 2. αφήνω κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει: Άπλωσαν τη σταφίδα, για να ξεραθεί. 3. τεντώνω: Άπλωσε το χέρι του, για να τον χαϊδέψει· ως αμτβ. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπλώνω — απλώνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει … Dictionary of Greek
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… … Dictionary of Greek
ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… … Dictionary of Greek
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
απλοχερίζω — 1. απλώνω το χέρι για να πιάσω κάτι 2. απλώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον 3. δίνω ελεημοσύνη σε κάποιον … Dictionary of Greek
εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε … Dictionary of Greek
εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… … Dictionary of Greek