Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απεργός

См. также в других словарях:

  • άπεργος — ἄπεργος, ο (Α) αυτός που δεν εργάζεται, ο οκνηρός …   Dictionary of Greek

  • απεργός — ο αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο) * + εργος < έργον] …   Dictionary of Greek

  • απεργός — ο αυτός που παίρνει μέρος στην απεργία: Οι απεργοί γιατροί έκαναν συγκέντρωση στον κινηματογράφο Α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπέργους — ἄπεργος idle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέργων — ἄπεργος idle masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… …   Dictionary of Greek

  • απεργώ — κάνω απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»