-
1 απερίσκεπτος
-
2 ἀπερίσκεπτος
-
3 απερισκεπτος
-
4 απερίσκεπτος
η, ο [ος, ον ], απερίσκεφτος, η, ο1) необдуманный, опрометчивый; безрассудный; 2) неосторожный, неосмотрительный; непредусмотрительный; нерасчётливый -
5 απερίσκεπτος
[апэрискепгос]εκ.необдуманный, неосмотрительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απερίσκεπτος
-
6 απερίσκεπτος
[апэрискепгос] εκ необдуманный, неосмотрительный. -
7 ἀπερίσκεπτος
ἀπερί-σκεπτος, ον,A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv.- τως Th.4.10
,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: [comp] Comp.- ότερον Th.6.65
, Chrysipp.Stoic.3.125.II [voice] Pass., uninvestigated,πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίσκεπτος
-
8 ἀπερίσκεπτος
ἀ-περί-σκεπτος, unüberlegt, unbesonnen -
9 απερίσκεπτος
braque -
10 απερίσκεπτος
1) foolhardy2) impetuous3) rash4) reckless5) thoughtlessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απερίσκεπτος
-
11 braque
απερίσκεπτος -
12 thoughtless
απερίσκεπτος -
13 dangalak
απερίσκεπτος, ανισόρροπος -
14 ihtiyatsız
απερίσκεπτος, απροφυλακτος -
15 απερισκεπτότερον
ἀπερίσκεπτοςinconsiderate: adverbial compἀπερίσκεπτοςinconsiderate: masc acc comp sgἀπερίσκεπτοςinconsiderate: neut nom /voc /acc comp sg -
16 ἀπερισκεπτότερον
ἀπερίσκεπτοςinconsiderate: adverbial compἀπερίσκεπτοςinconsiderate: masc acc comp sgἀπερίσκεπτοςinconsiderate: neut nom /voc /acc comp sg -
17 необдуманный
-
18 неразумный
-
19 неосмотрительностьый
неосмотрительность||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος:\неосмотрительностьыйый человек ἀσύνετος (или ἀπερίσκεπτος) ἀνθρωπος· \неосмотрительностьыйый поступок ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀστόχαστη πράξη. -
20 απερισκέπτως
ἀπερίσκεπτοςinconsiderate: adverbialἀπερίσκεπτοςinconsiderate: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ἀπερίσκεπτος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίσκεπτος — κ. απερίσκεφτος, η, ο (AM ἀπερίσκεπτος, ον) ασυλλόγιστος, αστόχαστος … Dictionary of Greek
απερίσκεπτος — η, ο επίρρ. α και φτος, η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, ασύνετος, επιπόλαιος: Πολλές ενέργειες της ζωής μας είναι απερίσκεπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερισκεπτότερον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial comp ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc acc comp sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτως — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσκεπτον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτοις — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτου — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτους — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτων — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτῳ — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)