Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απατεώνας

  • 1 απατεώνας

    [алатэонас] ουσ. а. обмащик, обольститель,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απατεώνας

  • 2 мошенник

    мошенник м о απατεώνας
    * * *
    м
    ο απατεώνας

    Русско-греческий словарь > мошенник

  • 3 плут

    -а. α.
    1. απατεώνας, κατεργάρης•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    2. πονηρός, πανούργος.

    Большой русско-греческий словарь > плут

  • 4 аферист

    афер||и́ст
    м ὁ κερδοσκόπος, ὁ ἀπατεώνας [-ών].

    Русско-новогреческий словарь > аферист

  • 5 жулик

    жулик
    м ὁ λωποδύτης, ὁ ἀπατεώνας, ι

    Русско-новогреческий словарь > жулик

  • 6 мистификатор

    мистифи||ка́тор
    м ὁ φενακιστής, ὁ απατεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > мистификатор

  • 7 мошенник

    мошенни||к
    м ὁ ἀπατεώνας, ὁ λωποδύτης.

    Русско-новогреческий словарь > мошенник

  • 8 нечистый

    нечи́ст||ый
    1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:
    \нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·
    2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:
    \нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·
    3. прил (нечестный) ἀτιμος:
    \нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·
    4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ.

    Русско-новогреческий словарь > нечистый

  • 9 низкопробный

    низкопробный
    прил
    1. (о золоте, серебре) κίβδηλος, κάλπικος·
    2. перен разг εὐτελής / χαμηλός, κακής ποιότητος (плохого качества):
    \низкопробный делец ὁ ἀπατεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > низкопробный

  • 10 обманщик

    обман||щик
    м ὁ ἀπατεώνας [-ών] / ὁ κατεργάρης (мошенник).

    Русско-новогреческий словарь > обманщик

  • 11 плут

    плут
    м ὁ ἀπατεώνας, ὁ κατεργάρης, ὁ μασκαράς, ὁ μπαγαπόντης.

    Русско-новогреческий словарь > плут

  • 12 прожженный

    прожженный
    1. прич. от прожечь·
    2. прил:
    \прожженный жу́лик μεγάλος ἀπατεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > прожженный

  • 13 пройдоха

    пройдоха м, ж разг ὁ καταφερτζής, ὁ ἀπατεώνας, ὁ μπαγαπόντης.

    Русско-новогреческий словарь > пройдоха

  • 14 проходимец

    проходимец
    м разг ὁ τυχοδιώκτης, ὁ ἀγύρτης, ὁ ἀπατεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > проходимец

  • 15 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 16 шулер

    шу́лер
    м ὁ κλεφτής στά χαρτιά, ὁ χαρτοκλέφτης/ ὁ ἀπατεώνας (мошенник).

    Русско-новогреческий словарь > шулер

  • 17 жулик

    [ζούλικ] ουσ. α λωποδύτης, απατεώνας

    Русско-греческий новый словарь > жулик

  • 18 мошенник

    [μασέννικ] ουσ. α. απατεώνας

    Русско-греческий новый словарь > мошенник

  • 19 обманщик

    [αμπμάνστσικ] ουσ. α απατεώνας

    Русско-греческий новый словарь > обманщик

  • 20 очковтиратель

    [ατσκαβτιράτιλ*] ουσ. α. απατεώνας

    Русско-греческий новый словарь > очковтиратель

См. также в других словарях:

  • απατεώνας — ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., άπατεών, ο, η) αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος αρχ. ως επίθ. ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • απατεώνας — ο δόλιος, πανούργος: Τα θύματα των απατεώνων είναι συνήθως οι αφελείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπατεῶνας — ἀπατεών cheat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • συμφέναξ — ακος, ὁ, Μ απατεώνας όπως και κάποιος άλλος, συμμέτοχος σε απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φέναξ «απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

  • φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ξεγελαστής — ο θηλ. άστρα αυτός που ξεγελά, παραπλανά, εξαπατά, ο απατεώνας: Αποδείχτηκε πως ήταν ξεγελαστής του κόσμου κι απατεώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αργεντινός — ή, ό και όν 1. αυτός που ανήκει στην Αργεντινή ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «Αργεντινή δεκάρα» απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • αινοσοφιστής — αἰνοσοφιστὴς ( οῡ), ο (Μ) [αἰνός] φοβερός σοφιστής, απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»