-
1 απαραγνώριστος
η, ο [ος, ον ]1) неигнорируемый; неигнорированный; оценённый по заслугам;απαραγνώριστος άνθρωπος — известный, заслуженный человек;
η συμβολή του δεν έμεινε απαραγνώριστος — его вклад в дело не остался незамеченным;
2) не могущий быть игнорированным;απαραγνώριστη αλήθεια — очевидная истина
См. также в других словарях:
απαραγνώριστος — η, ο αυτός που εκτιμάται σύμφωνα με την πραγματική του αξία: Η αξία του τελικά δεν έμεινε απαραγνώριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)