-
1 απαράδεκτος
[аларадэктос] εκ. неприемлемый, недопустимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαράδεκτος
-
2 недопустимый
-
3 вопиющий
вопиющ||ийприл ὁλοφάνερος, καταφανής, κατάφωρος/ ἀπαράδεκτος (недопустимый):\вопиющийие безобразия ἀπαράδεκτες ἀσχήμιες· \вопиющийая несправедливость καταφανής ἀδικία· ◊ глас \вопиющийего в пустыне φωνή βοώντος ἐν τῆ ἐρήμω. -
4 недопустимостьый
недопустимость||ыйприл ἀπαράδεκτος, ἀνάρμοστος:\недопустимостьыйый посту́пок ἡ ἀπαράδεκτη πράξη· это \недопустимостьыйο αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο. -
5 немыслимый
немыслим||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀφάνταστος (невероятный)/ ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος (невозможный)/ ἀπαράδεκτος (неприемлемый):\немыслимыйые условия οἱ ἀφάνταστες συνθήκες. -
6 непозволительный
непозволительныйприл ἀπαράδεκτος, ἄτοπος, ἀνάρμοστος. -
7 неприемлемый
неприемлемыйприл ἀπαράδεκτος, ἀπαράδεχτος. -
8 нетерпимый
нетерпи́м||ыйприл1. (такой, с которым нельзя мириться) ἀπαράδεκτος, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος:\нетерпимыйое поведение ἡ ἀπαράδεκτη διαγωγή·2. (не проявляющий терпимости) μή ἀνεκτικός, ἀδιάλλακτος / μισαλλόδοξος (к чужим убеждениям). -
9 недопустимый
[νινταπουστίμυϊ] επ. απαράδεκτος -
10 непозволительный
[νιπαζβαλίτιλ'νυΐ] εκ. απαράδεκτος -
11 неприемлимый
[νιπριιέμλιμυϊ] εκ. απαράδεκτος -
12 недопустимый
[νινταπουστίμυϊ] επ απαράδεκτος -
13 непозволительный
[νιπαζβαλίτιλ'νυϊ] επ απαράδεκτος -
14 неприемлимый
[νιπριιέμλιμυϊ] επ απαράδεκτος -
15 недопустимый
επ., βρ: -тим, -а, -оανεπίτρεπτος, απαγορευόμενος, απαράδεκτος•-ое поведение απαράδεκτη συμπεριφορά•
недопустимый поступок απαράδεκτη πράξη•
это -о αυτό είναι απαράδεκτο.
-
16 непозволительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оανεπίτρεπτος, απαράδεκτος•-ая ошибка απαράδεκτο λάθος.
|| ανάρμοστος, άπρεπος. -
17 неприемлемый
επ., βρ: -леи, -а, -оαπαράδεκτος•-ые условия απαράδεκτοι όροι•
это -о αυτό είναι απαράδεκτο.
-
18 несовместимый
επ., βρ: -тим, -а, -оασυμβίβαστος, ασύμβατος• ασύμφωνος• αντίθετος• απαράδεκτος•свобода и эксплуатация -ые понятия ελευθερία και εκμετάλλ,ευση είναι ασυμβίβαστες έννοιες.
-
19 нетерпимый
επ., βρ: -пим, -а, -оανυπόφορος, ανυπόμονος, αφόρητος, αβάσταγος• απαράδεκτος, ανεπίτρεπτος•-ое положение ανυπόφορη κατάσταση•
-ое поведение απαράδεκτη διαγωγή•
-ая боль αβάσταγος πόνος.
|| μη ανεκτικός, μη ανεκτός.
См. также в других словарях:
ἀπαράδεκτος — inadmissible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαράδεκτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀπαράδεκτος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες 2. μία από τις μορφές… … Dictionary of Greek
ἀπαράδεκτον — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀπαράδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτου — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτους — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραδέκτων — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράδεκτα — ἀπαράδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράδεκτοι — ἀπαράδεκτος inadmissible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεγχώρητος — ἀνεγχώρητος, ον (Α) 1. εκείνος που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ανέφικτος 2. απαράδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγχωρώ «καθιστώ δυνατόν, επιτρέπω»] … Dictionary of Greek
ανεπίδεκτος — η, ο (Α ἀνεπίδεκτος, ον) εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι αρχ. απαράδεκτος, ανάρμοστος … Dictionary of Greek
απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος … Dictionary of Greek