-
1 απαντώ
ἀ̱παντῶ, ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀπαντάωmove from: pres imperat mp 2nd sgἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπᾱντῶ, ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀπαντάωmove from: pres imperat mp 2nd sgἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀπαντῶ
ἀ̱παντῶ, ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀπαντάωmove from: pres imperat mp 2nd sgἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπᾱντῶ, ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀπαντάωmove from: pres imperat mp 2nd sgἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀπαντάωmove from: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀπαντάωmove from: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 απαντώ
(α) 1. μετ.1) отвечать; 2) встречать, натыкаться; 3) справляться;απαντώ στίς δαπάνες μου — или απαντ τα έξοδα μου — справляться со (своими) расходами; — покрывать расходы;
4) присматривать, заботиться; охранять;δεν έχω ποιός να μού απαντα τα παιδιά — у меня нет никого, кто бы мог присматривать за детьми;
2. αμετ. встречаться, употребляться, иметься (в текстах, фразах и т. п.);η λέξη απαντά και εις τον Ηρόδοτον — это слово встречается и у Геродота
-
4 απαντώ
-
5 απαντώ
[апандо] р. отвечать, возражатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαντώ
-
6 απαντώ
[апандо] ρ отвечать, возражать. -
7 απαντώ
1) addenda2) répondre -
8 απαντώ
1) odpisać czas.2) odpowiadać czas.3) odpowiedzieć czas.4) ręczyć czas. -
9 απαντώ
1) odepsat2) odpovědět3) odpovídat4) odvětit5) vyhovovat6) zodpovídat -
10 απαντώ
1) answer2) reply3) respondΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απαντώ
-
11 répondre
απαντώ -
12 odepsat
απαντώ -
13 odpovědět
απαντώ -
14 odpovídat
απαντώ -
15 odvětit
απαντώ -
16 vyhovovat
απαντώ -
17 zodpovídat
απαντώ -
18 respond
απαντώ -
19 odpisać
απαντώ -
20 odpowiadać
απαντώ
См. также в других словарях:
απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… … Dictionary of Greek
απαντώ — απαντάω / απαντώ, απάντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαντώ — άντησα, αντήθηκα 1. συναντώ, ανταμώνω: Στο δρόμο απαντήθηκα μ ένα φίλο μου. 2. αποκρίνομαι (προφορικά ή γραπτά): Στο γράμμα του απάντησε αμέσως. 3. αντεπεξέρχομαι, επαρκώ: Δεν μπορώ να απαντήσω τα έξοδά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαντῶ — ἀ̱παντῶ , ἀπαντάω move from imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres imperat mp 2nd sg ἀπαντάω move from pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀπαντάω move from pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπαντάω move… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιφωνώ — (AM ἀντιφωνῶ, έω) απαντώ σε προσφώνηση μσν. νεοελλ. ψάλλω τα αντίφωνα αρχ. 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αποκρίνομαι μεγαλόφωνα 3. (για λύρα) απαντώ, ηχώ με ερωτικές μελωδίες 4. αποκρίνομαι με επιστολή 5. βρίσκομαι σε διαφωνία, σε ασυμφωνία με… … Dictionary of Greek
αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… … Dictionary of Greek
προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek
υπερωτώ — άω, Α [ἐρωτῶ] 1. απαντώ με νέα ερώτηση 2. απαντώ με δεξιοτεχνία, ξεγλιστρώ σε ερώτηση 3. ρωτώ, υποβάλλω ερώτηση … Dictionary of Greek
υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… … Dictionary of Greek
χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… … Dictionary of Greek
Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения … Википедия