-
1 ἁπαλ-όστρακος
ἁπαλ-όστρακος, mit weicher Schaale, Sp.
-
2 ἁπαλ-ώδης
-
3 опал
[απάλ] οοσ. α (λίθος) οπάλλιος -
4 опальный
[απάλ'νυϊ] εκ. υπό δυσμένειαν -
5 опал
[απάλ] ουσ α (λίθος) οπάλλιος -
6 опальный
[απάλ'νυϊ] επ υπό δυσμένειαν -
7 ἁπαλόνυχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλόνυχος
-
8 ἁπαλυντής
A worker of hides, currier, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλυντής
-
9 ἁπαλύνω
ἁπᾰλ-ύνω [ῡ],A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.2 make tender or delicate,τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1
:—[voice] Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλύνω
-
10 ἁπαλόστρακος
-
11 ἁπαλώδης
См. также в других словарях:
ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] … Dictionary of Greek