-
1 απαιτώ
[апэто] р. требовать, взыскивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαιτώ
-
2 требовать
απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > требовать
-
3 требовать
требоватьнесов1. ἀπαιτώ, ζητώ, διεκδικώ:\требовать объяснений ἀπαιτώ ἐξηγήσεις·2. (нуоюдаться β чем-л.) ἀπαιτώ, χρειάζομαι, ἔχω ἀνάγκη, ζητώ:дом требует ремонта τό σπίτι χρειάζεται ἐπισκευή·3. (вызывать куда-л.) καλώ/ φωνάζω κάποιον (звать):\требовать кого-л. в суд κλητεύω κάποιον. -
4 претендовать
-
5 спросить
спросить 1) ρωτώ· разрешите \спросить επιτρέψτε μου να ρωτήσω 2) απαιτώ (потребовать)* * *1) ρωτώразреши́те спроси́ть — επιτρέψτε μου να ρωτήσω
2) απαιτώ ( потребовать) -
6 требовать
требовать ζητώ, απαιτώ, αξιώνω \требоваться είμαι απαραίτητος; безл. требуется χρειάζεται, ζητείται; на это требуется много времени γι'αυτό χρειάζεται πολύς καιρός, αυτό απαιτεί πολύ καιρό* * *ζητώ, απαιτώ, αξιώνω -
7 затребовать
-бую, -буешьρ.σ.μ. ζητώ, απαιτώ•затребовать свидетелей απαιτώ παρουσίαση μαρτύρων.
-
8 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
9 управлять
1. (приводить в действие, направлять работу, движение и т.п.) οδηγώ, ελέγχω 2. (руководить деятельностью кого-, чего-л.распоряжаться чем-л.) διευθύνω, κατευθύνωοδηγώ, διοικώ3. мор. (рулевым устройством) κυβερνώ, οδηγώ, πηδαλιουχώ 4. (грам) καθορίζω, απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управлять
-
10 взыскать
взыскатьсов, взыскивать несов1. (что-л. с кого-л.) είσπράττω, ἀπαιτώ:\взыскать долг (налоги) είσπράττω τό χρέος (φόρους)·2. (наказывать) τιμωρώ· ◊ не взыщите разг νά μέ συμπαθάτε, φανείτε ἐπιεικείς. -
11 востребовать
востребоватьсов ἀπαιτώ, διεκδικώ. -
12 домогаться
домогатьсянесов επιδιώκω, ζητῶ ἐπίμονα, ἀπαιτῶ, ἐκβιάζω. -
13 затребовать
затребоватьсов ζητῶ, ἀπαιτώ:\затребовать документ ζητῶ τήν ταυτότητα. -
14 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
15 предъявлять
предъяв||ля́тьнесов1. (показать) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω, δεικνύω:\предъявлятьлять билет δείχνω τό είσιτήριο· \предъявлятьлить документ δείχνω τήν ταυτότητα, τά χαρτιά·2. (требования и т. ἡ.) προβάλλω:\предъявлятьля́ть права на что́-л. διεκδικώ, προβάλλω ἀξιώσεις· \предъявлятьля́ть требование προβάλλω ἀπαιτήσεις, ἀπαιτώ· \предъявлятьлять обвинение κάνω μήνυση, κατηγορώ, καταγγέλλω· \предъявлятьля́ть иск ἐνάγω, κινώ ἀγωγήν \предъявлятьлять ультиматум ἐπιδίδω τελεσίγραφον. -
16 спрашивать
спрашиватьнесов1. (ἐ)ρωτῶ/ πληροφοροῦμαι (справляться)·2. (требовать ответственности) ἀπαιτώ, ἀξιῶ·3. (желать видеть) ζητῶ νά δῶ. -
17 удовлетворение
удовлетвор||ениес ἡ ίκανοποίηση [-ις]:получить \удовлетворение ἰκανοποιοῦμαι· испытывать \удовлетворение αίσθάνομαι εὐχαρίστησή ◊ требовать \удовлетворениеения уст. ἀπαιτώ (или ζητώ) ικανοποίηση. -
18 востребовать
[βαστριέμπαβατ'] ρ. απαιτώ -
19 затребовать
[ζατριέμπαβατ'] ρ. ζητώ, απαιτώ -
20 требовать
[τριέμπαβατ*] ρ. απαιτώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιτῶ — ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek