Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

απαιδαγώγητος

См. также в других словарях:

  • ἀπαιδαγώγητος — without teacher masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαιδαγώγητος — η, ο (Α ἀπαιδαγώγητος, ον) αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος αρχ. 1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο 2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • απαιδαγώγητος — η, ο αμόρφωτος, ανάγωγος: Φαινόταν πως το παιδί είχε μεγαλώσει απαιδαγώγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαιδαγωγήτως — ἀπαιδαγώγητος without teacher adverbial ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδαγώγητον — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc sg ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδαγωγήτους — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδαγωγήτων — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδαγώγητα — ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδαγώγητοι — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»