-
1 απαιδαγώγητος
-
2 ἀπαιδαγώγητος
-
3 απαιδαγωγητος
-
4 ἀπαιδαγώγητος
ἀπαιδᾰγώγητος, ον,A without teacher or guide, Arist.EN 1121b11; uneducated, untaught, τινός in a thing, Id.Pol. 1338b33 (v.l. ἀπαιδάγωγος) -ητον, τό, lack of education, Sor.1.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαιδαγώγητος
-
5 απαιδαγώγητος
η, ο[ν] невоспитанный -
6 ἀπαιδαγώγητος
ἀ-παιδ-αγώγητος, ohne Führer, unerzogen, ungebildet -
7 απαιδαγώγητος
eğitilmemiş, eğitim görmemiş -
8 невоспитанный
невоспитанный απαιδαγώγητος, ανάγωγος' απαίδευτος (грубый)* * *απαιδαγώγητος, ανάγωγος; απαίδευτος ( грубый) -
9 απαιδαγωγήτως
ἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: adverbialἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀπαιδαγωγήτως
ἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: adverbialἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: masc /fem acc pl (doric) -
11 απαιδαγώγητον
ἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: masc /fem acc sgἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀπαιδαγώγητον
ἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: masc /fem acc sgἀπαιδαγώγητοςwithout teacher: neut nom /voc /acc sg -
13 невоспитанный
невоспи́танн||ыйприл ἀνάγωγος, ἀπαιδαγώγητος, κακοανα(τε)θραμμένος, ἀπαίδευτος. -
14 απαιδαγωγήτους
-
15 ἀπαιδαγωγήτους
-
16 απαιδαγωγήτων
-
17 ἀπαιδαγωγήτων
-
18 απαιδαγώγητα
-
19 ἀπαιδαγώγητα
-
20 απαιδαγώγητοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαιδαγώγητος — without teacher masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδαγώγητος — η, ο (Α ἀπαιδαγώγητος, ον) αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος αρχ. 1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο 2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι … Dictionary of Greek
απαιδαγώγητος — η, ο αμόρφωτος, ανάγωγος: Φαινόταν πως το παιδί είχε μεγαλώσει απαιδαγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιδαγωγήτως — ἀπαιδαγώγητος without teacher adverbial ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητον — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc sg ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτους — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτων — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητα — ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητοι — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)