-
1 необъятный
απέραντος, τεράστιος -
2 derecesiz
απέραντος, άπειρος -
3 безграничный
-
4 бесконечный
бесконечный απέραντος· ατέλειωτος· αδιάκοπος (не прекращающийся)* * *απέραντος; ατέλειωτος; αδιάκοπος ( непрекращающийся) -
5 бесконечный
άπειρος, απέραντος, ατελείωτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесконечный
-
6 беспредельно
απεριόριστα, -ый απεριόριστοςατελείωτος, απέραντοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > беспредельно
-
7 необходимый
необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος* * *αναγκαίος, απαραίτητοςнеобходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα
са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)
мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…
-
8 безбрежный
безбрежныйприл ἀπέραντος, ἀχανής, ἀπεριόριστος. -
9 безграничный
безграничныйприл в разн. знач. ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
10 безмерный
безмерныйприл ἀπέραντος, ἀμέτρητος, ἀτελείωτος. -
11 бесконечный
бесконечн||ыйприл1. ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀτελείωτος:\бесконечныйая доброта ἡ ἀπέραντη καλωσύνη; \бесконечныйая дробь мат τό ἀπειροστό[ν];2. (вечный) αίώ-νιος:\бесконечныйые жалобы τά ἀτελείωτα παράπονα -
12 бескрайний
бескрайнийприл ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
13 беспредельный
беспредельныйприл ἀπεριόριστος, Ατελείωτος, ἀπέραντος. -
14 громный
гром||ныйприл πελώριος, τεράστιος, ὑπέρογκος/ ἀπέραντος (обширный)/ κολοσσαίος (колоссальный):\громныйное удовольствие ἡ τεράστια εὐχαρίστηση. -
15 край
кра||й Iм1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:родной \край ὁ πατρικός τόπος·3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.край IIм тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι. -
16 неизмеримый
неизмери́м||ыйприл ἀμετρος, ἀμέτρητος, ἀπέραντος, ἀπειρος / ἀχανής (о пространстве):\неизмеримыйая глубина τό ἀμέτρητο βάθος· \неизмеримыйая печаль ἡ ἀπέραντη θλίψη. -
17 необозримый
необозрим||ыйприл ἀπέραντος, ἀχανής, ἀπειρος:\необозримыйое пространство ἡ ἀπέραντη Εκταση. -
18 необъятный
необъя́тн||ыйприл ἄπει· ρος, ἀχανής, ἀπέραντος:\необъятныйое пространство τό ἀχανές διάστημα, ἡ ἀπέραντη ἐκταση. -
19 нескончаемый
нескончаем||ыйприл ἀτελείωτος, ἀτελεύτητος, ἀπέραντος:\нескончаемыйые споры οἱ ἀτελείωτες φιλονεικίες. -
20 immense
[i'mens](very large or very great: an immense forest; immense amounts of money.) απέραντος,τεράστιος- immensity
См. также в других словарях:
ἀπέραντος — boundless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… … Dictionary of Greek
απέραντος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος: Από το χωριό του έβλεπε κάθε μέρα την απέραντη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεράντως — ἀπέραντος boundless adverbial ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέραντον — ἀπέραντος boundless masc/fem acc sg ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντοις — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντου — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντους — ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντων — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen pl ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντῳ — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέραντα — ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)