Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απέξω

См. также в других словарях:

  • απέξω — και απόξω επίρρ. τοπ. 1. έξω: Του τα πε απόξω απόξω. 2. από το εξωτερικό: Αυτά τα πράγματα τα χουν φέρει απέξω. 3. από μνήμης: Ξέρει το μάθημα απόξω κι ανακατωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] …   Dictionary of Greek

  • ἀπέξω — ἀπέχω keep off or away from fut ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκτοθεν — ἔκτοθεν (Α) επίρρ. αντί ἔξωθεν 1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.) 2. από («πύργων δ ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά) 3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • απαπέξω — επίρρ. απέξω …   Dictionary of Greek

  • αποστηθίζω — (Α ἀποστηθίζω) [στήθος] μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»