-
1 похитить
-
2 отводить
отводитьнесов1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):\отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):\отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου. -
3 похитить
похититьсов, похищать несов κλέβω, ἀρπάζω /απάγω (человека). -
4 уводить
увод||и́тьнесов1. ὁδηγώ κάπου, ἀπομακρύνω,^ (αποτραβώ, ἀποσύρω, ἀποκομίζω:\уводитьи́ть детей домой πηγαίνω τά παιδιά στό σπίτι· \уводитьи́ть в плен παίρνω αἰχμάλωτο·2. (похищать) ἀπάγω, ἀρπάζω. -
5 увозить
увоз||и́тьнесов1. παίρνω μαζί μου·2. (похищать) ἀπάγω. -
6 угонять
угон||ятьнесов1. πηγαίνω (μετ.), ὁδηγώ:\угонятьять стадо в степь ὀδηγῶ τό κοπάδι στή στεππα·2. (увозить, похищать) ἀπάγω, κλέβω/ ὁδηγώ διά τής βίας (тк. о людях):\угонятья́ть автомобиль κλέβω αὐτοκίνητο. -
7 умчать
умчатьсов ἀπάγω μέ μεγάλη ταχύτητα. -
8 уносить
уноситьнесов1. παίρνω (φεύγοντας), ἀποκομίζω, ἀπάγω·2. (перемещать) παρασέρνω, παρασύρω:ло́дку уносит течением τήν βάρκα τήν παρασύρει τό ρεύμα· \уноситься1. φεύγω·2. перен μεταφέρομαι:его́ мысли уносились далеко́ οἱ σκέψεις του πετούσαν μακρυά. у́нтер-офицер м ὁ ὑπαξιωματικός. у́иты мн. (ед. уит м, унта ж) οἱ γο6· νινες μπότες. -
9 утаскивать
утаскиватьнесов, утащить сов1. (уносить) ἀπάγω, σέρνω, σύρω, τραβώ·2. (уводить с собой) παίρνω μαζί μου, συναποκομίζω·3. (украсть) κλέβω. -
10 угонять
[ουγκανγιάτ'] ρ. πηγαίνω, απάγω, κλέβω -
11 утаскивать
[ουτάσκιβατ'/] ρ. σέρνω, απάγω -
12 угонять
[ουγκανγιάτ'] ρ πηγαίνω, απάγω, κλέβω -
13 πατώ
[ουτάσκιβατ'] ρ σέρνω, απάγω -
14 утаскивать
[ουτάσκιβατ'] ρ σέρνω, απάγω -
15 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
16 похитить
-ищу -итишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. похищенный, βρ: -щен, -а, •похититьο ρ.σ.μ. αρπάζω, κλέβω• απάγω•парис -ил красавичу е-лну ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένης•
похитить картину κλέβω πίνακα (εικόνα).
-
17 принять
приму, примешь, παρλθ. χρ. принял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•
принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.
2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.
|| αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•
принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.
|| δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•
принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•
принять предложение δέχομαι την πρόταση.
3. προσλαμβάνω•принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.
4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•
принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•
принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.
|| περιλαβαίνω•врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.
5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•принять радио ακούω ράδιο•
выстрел ακούω πυροβολισμό.
6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•принять смерть πεθαίνω•
принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).
7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.
8. αποκτώ•лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.
9. καταπίνω•принять таблетки παίρνω χαπάκια•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
10. κάνω•принять ванну παίρνω το λουτρό•
принять душ κάνω ντους•
принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.
11. εκλαμβάνω, θεωρώ•принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•
принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•
принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.
12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.
14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•
прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.
εκφρ.принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•принять присягу – ορκίζομαι•принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•принять меры – παίρνω μέτρα•принять за правило – παίρνω για κανόνα•так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.
|| αρχίζω•принять читать αρχίζω το διάβασμα.
2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.
|| (για εμβολιασμό) πιάνω•прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.
-
18 увезти
увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла-ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•-ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•
вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.
|| φεύγοντας παίρνω μαζί μου•он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.
2. κλέβω, παίρνω•ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.
3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.
-
19 умыкнуть
-ну, -ншьρ.σ.μ. απάγω, κλέβω, αρπάζω (κοπέλα για σύζυγο).
См. также в других словарях:
απάγω — απάγω, απήγαγα βλ. πίν. 135 Σημειώσεις: απάγω : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο τύπος απαγάγω στον ενεστώτα (βλ. και το ανάλογο φαινόμενο του κατάσχω, που προήλθε από τον αόριστο του κατέχω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπάγω — lead away pres subj act 1st sg ἀπάγω lead away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… … Dictionary of Greek
ἀπάξετε — ἀπάγω lead away aor subj act 2nd pl (epic) ἀπά̱ξετε , ἀπάγω lead away aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) ἀπάγω lead away fut ind act 2nd pl ἀπάγω lead away aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάξομεν — ἀπάγω lead away aor subj act 1st pl (epic) ἀπά̱ξομεν , ἀπάγω lead away aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) ἀπάγω lead away fut ind act 1st pl ἀπάγω lead away aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγάγετε — ἀπάγω lead away aor imperat act 2nd pl ἀπᾱγάγετε , ἀπάγω lead away aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀπάγω lead away aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηγμένα — ἀπάγω lead away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπηγμένᾱ , ἀπάγω lead away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπηγμένᾱ , ἀπάγω lead away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάγαγε — ἀπάγω lead away aor imperat act 2nd sg ἀπά̱γαγε , ἀπάγω lead away aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπάγω lead away aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάγῃ — ἀπάγω lead away pres subj mp 2nd sg ἀπάγω lead away pres ind mp 2nd sg ἀπάγω lead away pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάξουσι — ἀπάγω lead away aor subj act 3rd pl (epic) ἀπάγω lead away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπάγω lead away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάξουσιν — ἀπάγω lead away aor subj act 3rd pl (epic) ἀπάγω lead away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπάγω lead away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)