-
1 αξιολόγω
-
2 ἀξιολόγῳ
-
3 αξιολογώ
(ε) μετ. определять стоимость; оценивать (тж. перен.) -
4 αξιολογώ
I.bewertenII.[κρίνω]beurteilen -
5 αξιολογώ
[аксоилого] ρ. видеть достоинствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αξιολογώ
-
6 αξιολογώ
[аксоилого] ρ видеть достоинство. -
7 αξιολογώ
jauger -
8 αξιολογώ
oceniać czas. -
9 αξιολογώ
appraiseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αξιολογώ
-
10 değerlendirmek
αξιολογώ, κρίνω, εκτιμώ, αποτιμώ, χαρακτηρίζωη -
11 оценивать
оценивать, оценить 1) (давать оценку) εκτιμώ, αξιολογώ 2) (определять цену) διατιμώ* * *= оценить1) ( давать оценку) εκτιμώ, αξιολογώ2) ( определять цену) διατιμώ -
12 оценивать
1. (определять стоимость) εκτιμώ, υπολογίζω 2. (составить представление, суждение ο ком-, чём-л.) κρίνω, αξιολογώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оценивать
-
13 αξιολόγωι
-
14 ἀξιολόγωι
-
15 evaluate
[i'væljueit]1) (to form an idea of the worth of: It is difficult to evaluate him as a writer.) εκτιμώ,αξιολογώ2) (to work out the numerical value of: If x = 1 and y = 2 we can evaluate x2 + y2.) υπολογίζω• -
16 survey
1. [sə'vei] verb1) (to look at, or view, in a general way: He surveyed his neat garden with satisfaction.) επισκοπώ2) (to examine carefully or in detail.) επιθεωρώ, εξετάζω3) (to measure, and estimate the position, shape etc of (a piece of land etc): They have started to survey the piece of land that the new motorway will pass through.) χωρομετρώ4) (to make a formal or official inspection of (a house etc that is being offered for sale).) αξιολογώ, εκτιμώ (αξία)2. ['sə:vei] noun1) (a look or examination; a report: After a brief survey of the damage he telephoned the police; He has written a survey of crime in big cities.) αξιολόγηση, επιθεώρηση2) (a careful measurement of land etc.) τοπογράφηση•- surveyor -
17 оценить
-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оценённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία•оценить лошадь εκτιμώ την αξία του αλόγου.
|| διατιμώ•товар διατιμώ το εμπόρευμα.
2. μτφ. κρίνω, αξιολογώ•оценить обстановку εκτιμώ (σταθμίζω)την κατάσταση•
никто не смог оценить его талант κανένας δε μπόρεσε να εκτίμηση το ταλέντο του.
-
18 jauger
1) κρίνω2) αξιολογώ -
19 appraise
1) αξιολογώ2) εκτιμώ -
20 oceniać
1) αξιολογώ2) εκτίμηση3) εκτιμώ4) υπολογίζω
См. также в других словарях:
αξιολογώ — αξιολογώ, αξιολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αξιολογώ — προσδιορίζω την αξία ενός προσώπου, έργου, στοιχείου κ.λπ. με ορισμένα κριτήρια και συνήθως με τον καθορισμό μιας συγκριτικής σχέσης με ανάλογα στοιχεία … Dictionary of Greek
ἀξιολόγῳ — ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολόγωι — ἀξιολόγῳ , ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
βαθμολογώ — δίνω βαθμό, αξιολογώ με αριθμητική κλίμακα την επίδοση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
ξετιμώνω — και ξετιμιώνω αξιολογώ και καθορίζω την τιμή ενός πράγματος ή μιας εργασίας, είμαι ξετιμητής, κάνω εκτίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τιμή] … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
σταθμίζω — ΝΜΑ [σταθμός] προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω νεοελλ. 1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση 2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια») … Dictionary of Greek