-
1 αξεδιάλεχτος
η, ο несортированный -
2 αξεδιάλυτος
η, ο1) нераскрытый, нераспутанный; запутанный; 2) неразъяснённый; не поддающийся разъяснению; 3) см. αξεδιάλεχτος; 4) несбывшийся (о сне)
См. также в других словарях:
αξεδιάλεχτος — η, ο αυτός που δεν υπέστη διαλογή, που δεν του αφαιρέθηκαν οι ξένες ουσίες ή το καλύτερο μέρος … Dictionary of Greek
αξεδιάλεχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεδιαλέχτηκε: Τις πρώτες μέρες των εκπτώσεων τα πράγματα είναι αξεδιάλεχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάλεκτος — και χτος και γος, η, ο [διαλέγω] (κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα) 1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς» 2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος … Dictionary of Greek