-
1 антивоенный
-
2 антивоенный
антивоенныйприл ἀντιπολεμικός. -
3 антивоенный
[αντιβαιέννυϊ] επ. αντιπολεμικός -
4 антивоенный
[αντιβαιέννυϊ] επ αντιπολεμικός -
5 антивоенный
επ.αντιπολεμικός•антивоенный конгресс αντιπολεμικό συνέδριο.
См. также в других словарях:
αντιπολεμικός — ή, ό (φιλολογία, σταυροφορία κ.λπ.) αυτός που στρέφεται εναντίον του πολέμου, ειρηνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πολεμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τσάπεκ, Κάρελ — (Capec, Μάλε Σβατονοβίτσε 1890 – Πράγα 1938). Τσέχος συγγραφέας. Στην αρχή έγραφε λογοτεχνικά έργα μαζί με τον αδελφό του Γιόσεφ και στη συνέχεια επιβλήθηκε με μια σειρά πρωτότυπα μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Την προσωπικότητά του… … Dictionary of Greek