-
1 αντιμιλώ
(α) αμετ.1) возражать, противоречить; 2) отвечать нагло -
2 возразить
-
3 talk back
( often with to) (to answer rudely: Don't talk back to me!) αντιμιλώ -
4 пикнуть
ρ.σ.βλ. пикать. || αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιγνωμώ. -
5 прекословишь
-влю, -вишьρ.δ. παλ. α-τιλέγω, αντιμιλώ, αντιτείνω, αντικρένω,προβάλλω αντιρρήσεις. -
6 пререкаться
ρ.δ. φέρω προβάλλω αντιρρήσεις, αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιτείνω, αντι-κρένω, αντιλογιέμαι. -
7 противоречить
-чу, -чишьρ.δ. (με δοτ.)1. αντιλέγω, αντιμιλώ• αντιτείνω• αντιλογιέμαι• προβάλλω αντιρρήσεις.2. αντιτίθεμαι• αντιφάσκω•эти сведения -ат друг другу αυτές οι πληροφορίες αντιφάσκουν μεταξύ τους.
См. также в других словарях:
αντιμιλώ — (Μ ἀντιμιλῶ, έω) 1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω 2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αντιμιλώ — αντιμιλάω / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιμιλώ — μίλησα, απαντώ σε κάποιον, και μάλιστα ανώτερό μου, με αυθάδεια: Πολλές φορές του έχω πει να μην αντιμιλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταυδώ — ἀνταυδῶ ( άω) (Α) [αυδώ] απευθύνομαι σε κάποιον κατά πρόσωπο, αντιμιλώ … Dictionary of Greek
αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ … Dictionary of Greek
εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις … Dictionary of Greek
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
αντιμιλάω — / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιτείνω — ίτεινα, αντιλέω, αντιμιλώ: Μου σύστησε να πάψω να αντιτείνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)