-
1 объектив
-
2 объективный
объективный αντικειμενικός· αμερόληπτος (беспристрастный)* * *αντικειμενικός; αμερόληπτος ( беспристрастный) -
3 объективный
объект||ивныйприл1. филос. ἀντικειμενικός:\объективныййвная реальность ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα· \объективныйи́вные причины τά ἀντικειμενικά αίτια·2. (беспристрастный) ἀντικειμενικός, ἀμερόληπτος:\объективныйи́в-ное отношение ἡ ἀμεροληψία, ἡ ἀντι-κειμενικότητα [-ης]. -
4 объективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αντικειμενικός•объективный мир ο αντικειμενικός κόσμος.
2. αμερόληπτος•-ая оценка αντικειμενική εκτίμηση.
εκφρ.- ая реальность – αντικειμενική πραγματικότητα. -
5 необъективность
η μη αντικειμενικότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > необъективность
-
6 объектив
1. (кино-, фото- или телескопа) о φακ/ός 2. (микроскопа, телескопа) о αντικειμενικός φακός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объектив
-
7 объективность
η αντικειμενικότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > объективность
-
8 объективный
[αμπ'γικτΐβνυΐ] εκ. αντικειμενικός -
9 объективный
[αμπ'γικτΐβνυϊ] επ αντικειμενικός -
10 дополнительный
επ.συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, παραπανίσιος•дополнительный отпуск συμπληρωματική άδεια•
-ая карточка συμπληρωματικό δελτίο•
-не данные συμπληρωματικά στοιχεία.
(γραμμ.) αντικειμενικός•-ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρόταση.
εκφρ.- ые цвета – χρώματα δευτερεύοντα ή σύνθετα. -
11 задача
-и θ.1. καθήκο, έργο, δουλειά•выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•
наши -и τα καθήκοντα μας•
основная задача το βασικό καθήκο.
|| σκοπός αντικειμενικός•поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.
|| ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.
2. μαθ. πρόβλημα•алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.
3. (απλ.)επιτυχία• ευτυχία. -
12 необъективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноμη αντικειμενικός•-ая оценка μη αντικειμενική εκτίμηση.
-
13 непредубеждённый
επ.απροκατάληπτος, ανεπηρέαστος• αντικειμενικός•непредубеждённый читатель ανεπηρέαστος αναγνώστης.
-
14 объективистский
επ.αντικειμενικός, του αντικειμενισμού•-ое изложение фиктов αντικειμενική έκθεση των γεγονότων.
-
15 предметный
επ.1. αντικειμενικός•предметный указатель πίνακας περιεχομένων•
предметный смысл αντικειμενική έννοια (νόημα).
2. υλικός, φυσικός. || εποπτικός• συγκεκριμένος. -
16 реальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, αντικειμενικός•-ая жизнь η πραγματική ζωή•
-ая осюва πραγματική βάση•
-ая политика αντικειμενική πολιτική.
2. παλ. βλ. реалистический.εκφρ.- ая заработная плата – ο πραγματικός μισθός (η αγοραστική ικανότητα του μισθού)•- ые науки – παλ. οι πραγματικές (φυσικές) επιστήμες•- ое училище – παλ. μέση σχολή πραγματικών επιστημών.
См. также в других словарях:
αντικειμενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο: Η αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από μας. 2. αμερόληπτος: Τον ξέρω καλά, είναι άνθρωπος αντικειμενικός. 3. εκείνος στον οποίο κατευθύνεται κανείς: Ο αντικειμενικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικειμενικός — ή, ό 1. αυτός που απορρέει από το αντικείμενο (και όχι από υποκειμενική, προσωπική γνώμη η κρίση) 2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος β) «ἀντικειμενική ἀξία» γενικά παραδεκτή αξία, που δεν επιδέχεται… … Dictionary of Greek
αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek