-
1 αντικειμενικός
η, ό[ν] объективный;αντικειμενικός ιδεαλισμός — объективный идеализм;
αντικειμενικόςή γνώμη — объективное мнение;
αντικειμενικόςή πραγματικότητα — объективная реальность; — реальная действительность, реальность;
αντικειμενικόςά αίτια — объективные причины;
άνθρωπος αντικειμενικός — объективный человек;
§ αντικειμενικός σκοπός — конечная цель;
αντικειμενικός φακός — опт. объектив
-
2 αντικειμενικός
-
3 αντικειμενικός
[андикимэникос] επ объективный. -
4 αντικειμενικός
objectif -
5 αντικειμενικός
1) cel (m) rzecz.2) obiektyw (m) rzecz.3) obiektywny przym.4) rzeczowy przym. -
6 αντικειμενικός
1) cíl2) objektiv3) objektivní -
7 αντικειμενικός
objectiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντικειμενικός
-
8 αντικειμενικός όρος
ο του αξιοποίνουobjektive Bedingung f der Strafbarkeit -
9 ιδεαλισμός
ο1) филос, идеализм;υποκειμενικός (αντικειμενικός) ιδεαλισμός — субъективный (объективный) идеализм;
2) склонность к идеализации;3) преданность идеалу -
10 σκοπός
ο1) цель, намерение;αντικειμενικός ( — или βασικός, κύριος) σκοπός — основная (главная) цель;
κακός σκοπός — дурное, злое намерение;
έχω σκοπό να... — намереваться; — собираться...;
δεν το 'χω σκοπό να... — я совершенно не намерен...;
ο σκοπός αγιάζει τα μέσα — цель оправдывает средства;
από σκοπού — нарочно, умышленно;
έχει καλό σκοπό γιά την κοπέλλα — у него серьёзные намерения относительно девушки, он думает на ней жениться;
2) цель, мишень;3) часовой; караульный; вахтенный; 4) муз. мотив, мелодия
См. также в других словарях:
αντικειμενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο: Η αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από μας. 2. αμερόληπτος: Τον ξέρω καλά, είναι άνθρωπος αντικειμενικός. 3. εκείνος στον οποίο κατευθύνεται κανείς: Ο αντικειμενικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικειμενικός — ή, ό 1. αυτός που απορρέει από το αντικείμενο (και όχι από υποκειμενική, προσωπική γνώμη η κρίση) 2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος β) «ἀντικειμενική ἀξία» γενικά παραδεκτή αξία, που δεν επιδέχεται… … Dictionary of Greek
αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek