-
1 смениться
-
2 сменить
сменить, сменять αλλάζω; αντικαθιστώ, αναπληρώνω (заменить) \смениться αντικαθιστώμαι* * *= сменятьαλλάζω; αντικαθιστώ, αναπληρώνω ( заменить) -
3 сменяться
сменя||тьсяἀλλάσσω (άμετ.), ἀντικαθιστώμαι, μέ διαδέχονταν зной \сменятьсяется прохладой τήν κάψα τήν διαδέχεται δροσιά.