Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντιδραστικός

  • 1 αντιδραστικός

    [андидрастикос] επ. противодействующий,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιδραστικός

  • 2 реактивный

    αντιδραστικός, αεριωθούμενος, πυραυλικός
    *-ая катушка το επαγωγικό πηνίο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реактивный

  • 3 реакционер

    реакционер м о αντιδραστικός
    * * *
    м
    ο αντιδραστικός

    Русско-греческий словарь > реакционер

  • 4 реакционный

    реакционный αντιδραστικός реакция ж в рази. знач. η αντίδραση; термоядерная η θερμοπυρηνική αντίδραση
    * * *

    Русско-греческий словарь > реакционный

  • 5 реактивный

    επ.
    1. (χημ.) αντιδραστικός, αντενεργητ ικός•

    -ые вещества αντιδραστικές ουσίες.

    2. (φυσιολ.)• αντιδραστικός•

    -ое движение αντιδραστική κίνηση, πρόωση.

    || πυραυλοκίνητος• αεριοπροωθούμενος•

    реактивный самолт αεριοπροωθούμενο αεροπλάνο•

    -ые снаряды πυραυλικά (πυραυλοκίνητα) βλήματα.

    Большой русско-греческий словарь > реактивный

  • 6 реакционный

    επ., βρ: -ционен, -ционна, -о
    αντιδραστικός•

    -ые силы αντιδραστικές δυνάμεις•

    -ая среда (окружающее) αντιδραστικό περιβάλλον•

    -ая печать αντιδραστικός τύπος.

    Большой русско-греческий словарь > реакционный

  • 7 зубр

    зубр
    м
    1. зоол. ὁ βόνασος, ὁ βίσων
    2. перен разг ἡ μαύρη ἀντίδραση, ὁ πολύ ἀντιδραστικός.

    Русско-новогреческий словарь > зубр

  • 8 махровый

    махров||ый
    прил
    1. бот. μέ διπλά πέταλα:
    \махровый цветок τό ἄνθος μέ διπλά πέταλά
    2. перен:
    \махровый· реакционер μαύρος ἀντιδραστικός· ◊ \махровыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα,

    Русско-новогреческий словарь > махровый

  • 9 реакционер

    реакци||онер
    м ὁ ἀντιδραστικός.

    Русско-новогреческий словарь > реакционер

  • 10 реакционный

    реакци||онный
    прил ἀντιδραστικός:
    \реакционныйо́иные круги οἱ ἀντιδραστικοί κύκλοι.

    Русско-новогреческий словарь > реакционный

  • 11 ретроград

    ретроград
    м ὁ ὁπισθοδρομικός, ὁ ἀντιδραστικός.

    Русско-новогреческий словарь > ретроград

  • 12 реакционер

    [ριακτσυανιέρ] ουσ. α αντιδραστικός

    Русско-греческий новый словарь > реакционер

  • 13 реакционер

    [ριακτσυανιέρ] ουσ α αντιδραστικός

    Русско-эллинский словарь > реакционер

  • 14 басмач

    α.
    αντιδραστικός, αντεπαναστάτης (της Κεντρικής Ασίας).

    Большой русско-греческий словарь > басмач

  • 15 зубр

    α.
    βίσονας, βόνασος. || μτφ. αντιδραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > зубр

  • 16 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 17 крайне

    επίρ.
    πάρα πολύ, άκρως, στο έπακρο, υπερβολικά•

    крайне реакционер άκρως αντιδραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > крайне

  • 18 махровый

    επ.
    1. πολυπέταλος (για άνθη).
    2. μτφ. μεγάλος, διαβόητος• βαμμένος•

    махровый реакционер βαμμένος αντιδραστικός•

    махровый дурак μεγάλος βλάκας (με περικεφαλαία).

    3. χνουδωτός•

    -ая ткань χνουδωτό ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > махровый

  • 19 охранительный

    επ.
    προστατευτικός• προφυλακτικός. || παλ. της τήρησης της παλαιάς τάξης πραγμάτων• αντιδραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > охранительный

  • 20 реакционер

    α.
    -ка, -и θ.
    αντιδραστικός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > реакционер

См. также в других словарях:

  • αντιδραστικός — ή, ό 1. αυτός που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια 2. αυτός που αντιδρά σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη πολιτική, κοινωνική κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιδρώ. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777 1836)] …   Dictionary of Greek

  • αντιδραστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προκαλεί αντίδραση: Για την περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αντιδραστικό φάρμακο. 2. αυτός που πολεμά τις καινούριες πολιτικές ή κοινωνικές ιδέες: Τον έλεγαν αντιδραστικό, γιατί εχθρευόταν και την πιο αθώα καινοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Notis Sfakianakis — Νότης Σφακιανάκης Notis Sfakianakis performing live. Background information Birth name Panagiotis Sfakianakis Born …   Wikipedia

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… …   Dictionary of Greek

  • αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… …   Dictionary of Greek

  • Μέτλαντ, Τόμας, κόμης του Λόντερντεϊλ — (Sir Thomas Maitland, count Lauderdale 1759 – 1824). Βρετανός στρατηγός και πρώτος ύπατος αρμοστής των Ιονίων Νήσων (1815 24). Υπηρέτησε ως αξιωματικός στα στρατεύματα των Ινδιών, ενώ, όταν επέστρεψε στην Ευρώπη, συμμετείχε στους πολέμους… …   Dictionary of Greek

  • Ναπολέων Γ’ — (Napoleon III, Παρίσι 1808 – Τσίσλεχερστ, Αγγλία 1873). Αυτοκράτορας των Γάλλων. Το όνομά του ήταν Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος του βασιλιά της Ολλανδίας Λουδοβίκου, αδελφού του Ναπολέοντα A’, και της Ορτάνς ντε Μποαρνέ. Μετά την πτώση… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»