Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντιγράφω

  • 41 срисовать

    ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω (σχέδιο κ.τ. τ.).
    2. βλ. рисовать.

    Большой русско-греческий словарь > срисовать

  • 42 точно

    επίρ.
    1. ακριβώς, με ακρίβεια•

    он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•

    точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•

    переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.

    2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•

    -такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.

    3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•

    да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;

    4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.
    σύνδ.
    1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.
    2. μόριο• φαίνεται, σάμπως.

    Большой русско-греческий словарь > точно

  • 43 экземпляр

    α. -а α. αντίτυπο• αντίγραφο•

    переписать что-н„ в трих -ах αντιγράφω κάτι σε τρία αντίγραφα•

    пять -ов книги πέντε αντίτυπα του βιβλίου•

    редкий экземпляр σπάνιο αντίτυπο ή αντίγραφο.

    || (για άνθρωπο) τύπος, υπόδειγμα. || (για ζώα, φυτά)• είδος.

    Большой русско-греческий словарь > экземпляр

См. также в других словарях:

  • αντιγράφω — αντιγράφω, αντέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀντιγράφω — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀντίγραφος copied masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀντιγράφω write against pres subj act 1st sg ἀντιγράφω write against pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον …   Dictionary of Greek

  • αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιγράφῳ — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγράψει — ἀντιγράφω write against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιγράφω write against fut ind mid 2nd sg ἀντιγράφω write against fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγεγραμμένον — ἀντιγράφω write against perf part mp masc acc sg ἀντιγράφω write against perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγεγραμμένων — ἀντιγράφω write against perf part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφομένων — ἀντιγράφω write against pres part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφέντα — ἀντιγράφω write against aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντιγράφω write against aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφέντων — ἀντιγράφω write against aor part pass masc/neut gen pl ἀντιγράφω write against aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»