-
21 переписывать
переписыватьнесов1. (заново) ἀντιγράφω, ξαναγράφω:\переписывать набело καθαρογράφω·2. (составлять список) κάνω κατάλογο[ν], καταγράφω/ ἀπογράφω (население). -
22 расписывать
расписыватьнесов1. (выписывать) ἀποδελτιώνω, ἀντιγράφω σέ χαρτιά:\расписывать счета бухг. καταχωρώ·2. (распределять) κατανέμω, (δια)μοιράζω·3. (разрисовывать красками) χρωματίζω·4. (рассказывать приукрашивая) περιγράφω, ἀπεικονίζω. -
23 сдувать
сдуватьнесов1. φυσώ, ρίχνω φυσώντας·2. (списывать) разг ἀντιγράφω. -
24 списывать
списыватьнесов1. (переписывать) ἀντιγράφω·2. (долг, сумму) σβήνω, διαγράφω· 3.:\списывать с корабля ξεμπαρκάρω, διώχνω. -
25 срисовать
срисоватьсов, срисовывать несов ἀντιγράφω σχέδιο. -
26 точно
точно Iнареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):\точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!точно IIнареч1. (подобно) σάν, ὠς:\точно сумасшедший σάν τρελλός·2. (как будто) λές καί, σάν νά:\точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει. -
27 копировать
[καπίραβατ'] ρ. αντιγράφω, βγάζω αντίτυπα -
28 расписывать
[ρασπίσυβατ'] ρ. αντιγράφω σε χαρτιά -
29 списывать
[σπίσυβατ’] ρ. αντιγράφω -
30 копировать
[καπίραβατ'] ρ αντιγράφω, βγάζω αντίτυπα -
31 расписывать
[ρασπίσυβατ'] ρ αντιγράφω σε χαρτιά -
32 списывать
[σπίσυβατ’] ρ αντιγράφω -
33 выписать
пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.3. γράφω, δίνω έγγραφο•выписать квитанцию δίνω απόδειξη•
выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.
4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.
5. δίνω εξιτήριο•выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
1. παίρνω εξιτήριο•он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα. -
34 калькировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. ξεσηκώνω, αντιγράφω σχέδια. || απομιμούμαι λέΙεις (βλ. калька 3 σημ.). -
35 накопировать
-рую, -руешьρ.σ.μ.(με σημ. ποσοτική) αντιγράφω, βγάζω με καρμπόν. -
36 перебелить
-елга, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебеленный, βρ: -лен, -лени, -леноρ.σ.μ.1. ξανασπρίζω, ξανασβεστώνω.2. ασπρίζω, ασβεστώνω όλα ή πολλά.3. αντιγράφω καθαρά.4. κακοασπρίζω, κακοασβεστώνω. -
37 перебелять
-
38 переписать
-пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναγράφω• αντιγράφω• μεταγράφω. || ξαναζω-γραφίζω.2. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ•всех присуствующих εγγράφω όλους τους παρόντες•
переписать скот в колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ.
3. παλ. μεταγράφω, κάνω μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας).4. μεταγράφω, μεταφέρω, ρίχνω•переписать моряков в пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό.
μεταγράφομαι, μεταφέρομαι αλλού•переписать в другой полк μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα.
-
39 сдуть
ρ.σ.μ.1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας-сдуть пыль с полки φυσώ τη σκόνη από το ράφι.2. συσσωρεύω φυσώντας.3. αντιγράφω από άλλον εργασία (παρουσιάζοντας την για δική μου).εκφρ.точно (словно, как – κ.τ.τ.) ветром -ло σαν να τον πήρε ο άνεμος (εξαφανίστηκε ξαφνικά). -
40 скатать
ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, μαζεύω ρολό•скатать ковры περιτυλίγω τα χαλιά.
2. περικυλώ, κουλουριάζω•скатать снежок κουλουριάζω το χιόνι.
3. (για μαλλιά) περιπλέκω, ανακατεύω.4. γναφεύω υφάσματα, (συμ)πιλώ.5. πηγαινοέρχομαι.6. (απλ.) αντιγράφω από άλλον (μαθήματα).περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
αντιγράφω — αντιγράφω, αντέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντιγράφω — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀντίγραφος copied masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀντιγράφω write against pres subj act 1st sg ἀντιγράφω write against pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον … Dictionary of Greek
αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιγράφῳ — ἀντίγραφος copied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγράψει — ἀντιγράφω write against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιγράφω write against fut ind mid 2nd sg ἀντιγράφω write against fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγεγραμμένον — ἀντιγράφω write against perf part mp masc acc sg ἀντιγράφω write against perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγεγραμμένων — ἀντιγράφω write against perf part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφομένων — ἀντιγράφω write against pres part mp fem gen pl ἀντιγράφω write against pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφέντα — ἀντιγράφω write against aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντιγράφω write against aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφέντων — ἀντιγράφω write against aor part pass masc/neut gen pl ἀντιγράφω write against aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)