-
1 αντιαρματικός
η, ό[ν] противотанковый;αντιαρματικό πυροβόλο — противотанковое орудие
-
2 πολυβόλο(ν)
το пулемёт;βαρύ (ελαφρό) πολυβόλο(ν) — станковый (ручной) пулемёт;
αντιαρματικό πολυβόλο(ν) — противотанковый пулемёт;
ριπή πολυβόλου — пулемётная очередь;
ταινία πολυβόλου — пулемётная лента
-
3 πολυβόλο(ν)
το пулемёт;βαρύ (ελαφρό) πολυβόλο(ν) — станковый (ручной) пулемёт;
αντιαρματικό πολυβόλο(ν) — противотанковый пулемёт;
ριπή πολυβόλου — пулемётная очередь;
ταινία πολυβόλου — пулемётная лента
-
4 πυροβολικό(ν)
το артиллерия;βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;
πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;
επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;
πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);
προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка
-
5 πυροβολικό(ν)
το артиллерия;βαρύ (ελαφρό) πυροβολικό(ν) — тяжёлая (лёгкая) артиллерия;
πυροβολικό(ν) μακρού ' ( — или μεγάλου) βεληνεκούς — дальнобойная артиллерия;
επάκτιο (πεδινό) πυροβολικό(ν) — береговая (полевая) артиллерия;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβολικό(ν) — противотанковая (зенитная) артиллерия;
πυρά (ομοβροντία) πυροβολικοϋ — артиллерийский огонь (залп);
προπαρασκευή πυροβολικού — артиллерийская подготовка
-
6 πυροβόλο(ν)
το пушка; орудие;πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;
μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;
πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;
ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп
-
7 πυροβόλο(ν)
το пушка; орудие;πυροβόλο(ν) μεγάλου βεληνεκούς — дальнобойное орудие;
μηχανοκίνητο ( — или τροχοφόρο) πυροβόλο(ν) — самоходное орудие;
πεδινό πυροβόλο(ν) — полевое орудие;
αντιαρματικό (αντιαεροπορικό) πυροβόλο(ν) — противотанковое (зенитное) орудие;
ομοβροντία πυροβόλων — орудийный залп