-
1 αντήλια
-
2 ἀντήλια
-
3 αντηλιά
η солнечный отсвет; отражение солнечных лучей -
4 αντηλιά
[ацдилья] ουσ θ солнечный блик, отсвет. -
5 αντηλιά
güneş yansıması -
6 ἀντ-ήλιος
ἀντ-ήλιος ( ἥλιος), eigtl. ion., aber von Phryn. für besser attisch erkl. als ἀνϑήλιος, welches erst bei Sp. gebräuchlich ist, 1) der Sonne gegenüber liegend, gegen Morgen, ἀγκῶνες Soph. Ai. 792; – der Sonne ausgesetzt, δαίμονες Aesch. Ag. 505, Götterbilder, die vor der Hausthür im Freien standen; bei Tertullian: ostiorum praesides. – 2) der Sonne gleich, πρόσωπον Eur. Ion. 1550. – 3) ἀντήλια = παρήλια, Nebensonnen, B. A. 411; Plut. plac. phil. 3, 6 ἀνϑήλιοι.
-
7 αντήλι
τό1) козырёк (для защиты от солнца); 2) см. αντηλιά -
8 ἀντήλιος
A opposite the sun, i.e. looking east, S.Aj. 805, E. Ion 1550; δαίμονες ἀντήλιοι statues of gods which stood in the sun before the house-door, A.Ag. 519, cf. E.Fr. 538.2 of the moon, reflecting the sun's rays, AB403 ([etym.] ἀνθ-), cf. Suid.: hence metaph., imitation, reflection, Theopomp.Hist.367 ([etym.] ἀνθ-).II ἀντήλια, τά, = παρήλια, parhelia, Suid., cf. Men.511.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντήλιος
-
9 ἀντήλιος
См. также в других словарях:
αντηλιά — η ακτινοβολία φωτός και θερμότητας από αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου: Εδώ κάνει ζέστη, γιατί έρχεται η αντηλιά από τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντηλιά — η [αντήλιος] 1. η ανάκλαση των ηλιακών ακτινών από στιλπνή επιφάνεια, τοίχο ή από το έδαφος 2. τόπος που τον χτυπά ο ήλιος … Dictionary of Greek
ἀντήλια — ἀντήλιος opposite the sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… … Dictionary of Greek
αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 … Dictionary of Greek
πρόφαντος — η, ο / πρόφαντος, ον, ΝΑ [προφαίνω] νεοελλ. πολύ φωτεινός, φαεινός («φαντάζει, μέσ στην πρόφαντη αντηλιά», Γρυπ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται από μακριά, ο γνωστός σε όλους («πρόφαντον σοφίᾳ καθ Ἕλλανας», Πίνδ.) 2. αυτός που προδηλώνεται με χρησμό … Dictionary of Greek
χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek