Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανταμείβω

  • 1 воздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    (παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•

    воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•

    справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•

    воздать должное ανταμείβω•

    воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.

    || μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•

    воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•

    αμείβομαι πληρώνομαι•

    воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.

    Большой русско-греческий словарь > воздать

  • 2 вознаградить

    вознаградить, вознаграждать ανταμείβω; πληρώνω (за платить)
    * * *
    = вознаграждать
    ανταμείβω; πληρώνω ( заплатить)

    Русско-греческий словарь > вознаградить

  • 3 награждать

    награждать
    несов
    1. ἀνταμείβω, (ἐπι-) βραβεύω:
    \награждать орденом παρασημοφορώ, ἀπονέμω παράσημο· \награждать кого-л. улыбкой ἀνταμείβω κάποιον μέ χαμόγελο, χαρίζω σέ κάποιον ἕνα χαμόγελο·
    2. (наделять) προικίζω, χαρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > награждать

  • 4 вознаградить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -авденный, βρ: -ден, -дена, -но
    ρ.σ.μ.
    αμείβω, ανταμείβω, επιβραβεύω•

    вознаградить за труд ανταμείβω για τη δουλειά.

    αμείβομαι, ανταμείβομαι• επιβραβεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вознаградить

  • 5 воздавать

    воздавать
    несов, воздать сов ἀπονέμω, ἀποδίδω, ἀποδίνω:
    \воздавать должное ἀναγνωρίζω· \воздавать почести кому́-л. ἀπονέμω τιμές σέ κάποιον \воздавать кому́-л. по заслу́-гам ἀνταμείβω σύμφωνα μέ τίς ὑπηρεσίες.

    Русско-новогреческий словарь > воздавать

  • 6 вознаградить

    вознаградить
    сов-, вознаграждать несов ἀνταμείβω.

    Русско-новогреческий словарь > вознаградить

  • 7 награждать

    [ναγκραζντάτ"] ρ. βραβεύω, ανταμείβω

    Русско-греческий новый словарь > награждать

  • 8 награждать

    [ναγκραζντάτ"] ρ βραβεύω, ανταμείβω

    Русско-эллинский словарь > награждать

  • 9 взыскать

    взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.
    1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•

    взыскать долг εισπράττω το χρέος.

    2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.
    εκφρ.
    не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•
    уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.
    ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)
    παλ. ανταμείβω.

    Большой русско-греческий словарь > взыскать

  • 10 наградить

    -разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•

    орденом παρασημοφορώ.

    || εκφράζω ευγνωμοσύνη•

    наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•

    взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.

    2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•

    природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.

    3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•

    наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•

    наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.

    Большой русско-греческий словарь > наградить

  • 11 платить

    плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. πληρώνω• εξοφλώ•

    платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•

    натурой πληρώνω σε είδος•

    платить наличными πληρώνω σε μετρητά•

    платить за покупки πληρώνω για ψώνια•

    платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.

    || επιμετρώ• προσπληρώνω•

    платить золотом πληρώνω σε χρυσό•

    платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•

    платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•

    налог πληρώνω φόρο•

    платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.

    2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•

    платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•

    платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•

    платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•

    платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•

    платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•

    за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.

    εκφρ.
    платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).
    1. πληρώνομαι•

    налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.

    2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•

    -здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).

    Большой русско-греческий словарь > платить

См. также в других словарях:

  • ανταμείβω — ανταμείβω, αντάμειψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανταμείβω — (Α ἀνταμείβομαι) νεοελλ. αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε αρχ. 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. ανταποδίδω τα ίσα 3. αποκρίνομαι, απαντώ …   Dictionary of Greek

  • ανταμείβω — αντάμειψα, ανταποδίδω, πληρώνω: Η επιχείρηση που εργαζόταν τον αντάμειψε για την εργατικότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαντιμεύω — ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αντιμενω «ανταμείβω, ανταποδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αντιμεύω — (Μ ἀντιμεύω) ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταμείβω, με αποκατάσταση της πρόθεσης αντί στη θέση του αντα(μείβω), που θα πρέπει να έγινε όταν είχε ήδη δημιουργηθεί ο μεταπλασμένος τ. ανταμεύω, ο οποίος δεν έδινε την αίσθηση… …   Dictionary of Greek

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • αντιδωρούμαι — ἀντιδωροῡμαι ( έομαι) (AM) [αντίδωρον] 1. ανταποδίδω δωρεά 2. ανταμείβω …   Dictionary of Greek

  • αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • βραβεύω — (AM βραβεύω) [βραβεύς] απονέμω βραβείο, ανταμείβω αρχ. 1. κρίνω, αποφασίζω για κάτι 2. διευθύνω, τακτοποιώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»