1 ανταλλαγή
ανταλλαγ εμπορευμάτων — товарообмен;
ανταλλαγή γνωμών (πείρας) — обмен мнениями (опытом);
ανταλλαγή επισκέψεων — обмен визитами;
ανταλλαγή της ΰλης — обмен веществ;
ανταλλαγή προϊόντων эк — клиринг;
§ όργανο ανταλλαγης — деньги;
οι ανταλλαγές — товарообмен между странами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανταλλαγή